εἰσφρέω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
impf.
A εἰσέφρουν D.20.53 : fut. -φρήσω Ar.V.892, -φρήσομαι (in same sense) D.8.15 : aor. I -έφρησα Plb.21.27.7, PLips.39.11 (iv A.D.) : impf. Med. εἰσεφρούμην E.Tr.652 ; cf. εἰσπίφρημι:— let in, admit, Ar. l.c. ; στράτευμα D.20.53 :—Med., bring in with one, E. l.c. ; also εἰσφρήσασθαι· καυχήσασθαι, μετὰ σπουδῆς εἰσενεγκεῖν, Hsch. 2 swallow, Arist.Mir.831b11. II intr, let oneself in, enter, Plb. l.c., Alciphr.3.53, Jul.Caes.315a.
German (Pape)
[Seite 747] (mit εἰσφέρω verwandt? B. A. 244 erkl. εἰσφρήσειν = εἰσφορήσειν καὶ εἰσδέξασθαι), hinein-, zulassen; εἰσφρήσω Ar. Vesp. 892; εἰσέφρουν τὸ στράτευμα Dem. 20, 53; aber εἰσέφρησαν εἰς τὴν πόλιν Pol. 22, 10, 7 ist intr., hineingehen, wie Alciphr. 3, 53. – Med., zu sich einlassen, εἴσω μελάθρων κομψὰ ἔπη οὐκ εἰσεφρούμην Eur. Tr. 647; εἰσφρήσεσθαι Dem. 8, 15. Nach den Gramm. im imperat. εἴσφρες.