προξενέω
English (LSJ)
impf. προὐξένουν (but
A ἐπροξένει E.Fr.1104, Ar.Fr. 775): fut. προξενήσω: pf. προὐξένηκα:—to be any one's πρόξενος (q. v.), διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν because he is your πρόξενος, X.HG6.4.24, cf. D.15.15, etc.; π. τῶν πρέσβεων act as π. of the envoys of a friendly state, Id.18.82. 2 generally, to be one's protector, patron, E.Med.724, Ar.Th.576. II from the duties of a πρόξενος (signf. 11), 1 manage or effect anything for another, τἄλλα E.Ion 335; θράσος π. lend daring, S.Tr.726; π. τιμήν, εὐδαιμονίαν τινί, procure it for him, Plu.Caes.60, Luc.Vit.Auct.10; φιλίας βασιλέων Plu.Sol.2; ὄψις π. ἡδονήν Aristid.Or.53(55).4; γυναῖκας ἐπιπόνους, ἄνδρας συστατικούς, Procl.Par.Ptol.255,256; οὐδεμίαν ὠφέλειαν Gal.6.830: in bad sense, π. κίνδυνόν τινι put danger upon one, X.An.6.5.14, cf. Ael.VH13.33; π. ὀνείδη, ἀνάγκας τινί, Plu. Alex.22, Aristid.1.488 J.: c. dat. et inf., ὑμῖν ὧδ' ὁρᾶν τὰ πρόσθε λαμπρὰ προὐξένησαν ὄμματα have granted to you to see thus my once bright eyes, S.OT1483; π. τινὶ τὸ καταλῦσαι βίον grant one to die, X.Ap.7; π. τινί guide one, give him directions, S.OC465. 2 introduce, recommend one person to another, commonly for purposes of business, μὴ πονηρούς, ὦ πονήρα, προξένει Eup.321; λέγων οἷον ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι D.37.11, cf. 53.13; σὺ προξένησον introduce me (to the oracle), E.Hel.146; π. τινὰ διδάσκαλον, φοιτητήν, introduce him as teacher, as pupil, Pl.La.180c, Alc.1.109d; π. κόρην τινί Longus 3.36, cf. Him.Or.1.11; also π. βωμόν Lib.Ep.739.1. III = μαρτυρέω, give evidence, Hsch.; π. ἐπὶ κακῷ IG92(1).138.9 (Calydon, iv B. C.); αἰ ψευδέα προξενέοι ib.9(1).333.8 (Locr., v B. C.).
German (Pape)
[Seite 736] Jemandes πρόξενος od. Gastfreund von Staatswegen sein, τινός; Xen. Hell. 6, 4, 24; οὔτε γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν, οὔτ' ἰδίᾳ ξένος αὐτῶν οὐδείς ἐστί μοι, Dem. 15, 15. Dah. = einem Fremden als πρόξενος beistehen, ihn vertreten, vertheidigen u. übh. Jemandes Gönner sein, sich seiner annehmen, πειράσομαί σου προξενεῖν, Eur. Med. 724; Ar. Thesm. 576. – Dah. Jemandem Etwas verschaffen, vermitteln, ἐλπίς, ἥτις καὶ θράσος τι προξενεῖ Soph. Trach. 723, vgl. O. R. 1483, Schol. αἴτιον γενέσθαι; auch ὡς νῦν πᾶν τελοῦντι προξένει, Soph. O. C. 466, gewähre; ἡμεῖς ἄλλα προξενήσομεν, Eur. Ion 335; ἄνδρα προὐξένησε τῷ υἱεῖ διδάσκαλον μουσικῆς, Plat. Lach. 180 e; Xen. sagt An. 6, 3, 14 ἴστε με οὐδένα πω κίνδυνον προξενήσαντα ὑμῖν ἐθελούσιον; vgl. Apol. 7 u. Ael. V. H. 13, 33, ἡ τύχη προὐξένησεν αὐτῇ οὐ τῆς γνώμης, ἀλλὰ τοῦ κάλλους ἄξια. – Empfehlen, οἷον ἄνθρωπον προὐξένησεν ἡμῖν, Dem. 37, 11, u. öfter; προξενεῖν τινί τινα, Einem ein Mädchen zur Frau verschaffen, Long. 3, 26; Himer. or. 1, 11.