ὄμμα
English (LSJ)
Aeol. ὄππα Sapph.2.11 : τό :—
A eye, poet. word, rare in Prose (Th.2.11, Pl.Ti.45c, al., X.Cyr.8.7.26, Mem.1.4.6, al., Thphr.Sens. 50, al., Polystr.Herc.346p.81V., BGU713.9 (i A.D.), IG42(1).121.121 (Epid.)) : Hom. and Hes. only use pl., κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217 ; ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε Od.5.492, etc. : sg. in Pi.N.10.63 and Trag. (v. infr.) :—Phrases : ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα look straight at, S.OT1385 ; ἀναβλέψαι ὀρθ. ὄμμ. X.HG7.1.30 ; ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν S.OT528 ; also οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ' ἂν προσεῖδον how I could have looked him in the face, ib.1371, cf. Aeschin.3.121 ; ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι S.Tr.241 ; ποῖον ὄ. πατρὶ δηλώσω ; Id.Aj.462 ; τέοισί με χρὴ ὄμμασι . . φαίνεσθαι; Hdt.1.37 ; λαμπρὸς ὄμματι radiant in look or expression, S.OT81 ; ἄλλοσ' ὄ. θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Id.Tr.272 ; προσέσχον ὄ. turned their eyes on him, E.HF931 ; ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄ. come within sight of thee, Id.Heracl. 887 ; κατ' ὄμματα before one's eyes, S.Ant.760 ; κατ' ὄμμα ἐλθεῖν face to face, E.Andr.1064 ; κατ' ὄμμα στῆναι in full sight, openly, ib.1117 ; opp. νύκτωρ, Id.Ba.469 ; κρατιστεύων κατ' ὄμμα in eye-sight, of the Sun, S.Tr.102 (lyr.) (but λαμπρὰ καὶ κατ' ὄμμα καὶ φύσιν is dub. in 379) ; πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος ἰδέσθαι look kindly on, A.Supp.210 ; πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων νόστον Id.Ag.988(lyr.) ; ὡς ἀπ' ὀμμάτων to judge by the eye, S.OC15, cf. E.Med.216 ; ἐν ὄμμασι before one's eyes, A.Pers.604 ; ἐν τοῖς ὄ. Th.2.11 ; ἐπ' ὀμμάτων E. Supp.1153 (lyr.) ; so παρ' ὄμμα, εἰ δ' ἦν παρ' ὄμμα θάνατος ib.484 ; ἐξ ὀμμάτων out of sight, Id.IA743 ; ἄπειμ' ἐξ ὀ. Phryn.Trag.21 ; πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν, Arist.Po.1455a23, Rh.1386a34 ; πρὸ ὀ. θέσις Polystr.l.c. 2 metaph., τὸ τῆς ψυχῆς ὄ. Pl.R.533d, Iamb.Protr. 21.κδ'. II the eye of heaven, i.e. the sun, ὄ. αἰθέρος Ar.Nu.285, cf. E.IT194 (anap.) ; but ὄ. νυκτός is a periphrasis for night (v. infr. v), ἕως . . νυκτὸς ὄμμ' ἀφείλετο (sc. τὴν μάχην) A.Pers.428 ; ὅταν δὲ νυκτὸς ὄ. λυγαίας μόλῃ the dark night, E.IT110 ; νυκτὸς ὄ. τῆς μελαμπέπλου Alex.89 ; cf. ὀφθαλμός 111, βλέφαρον 11. III generally, light : hence, metaph., that which brings light, ὄμμα ξείνοισι a light to strangers, Pi.P.5.56 ; ὄ. δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν A.Pers. 169 ; ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε S.Tr.203. 2 metaph., anything dear or precious, as the apple of an eye, ὄ. γὰρ πάσης χθονὸς . . ἐξίκοιτ' ἄν A.Eu.1025. IV face or human form, ὦ δυσθέατον ὄ. S.Aj.1004 ; ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες ὄ. Id.El.903 ; τὸ ἐρωτικὸν ὄ. Pl.Phdr.253e : as periphr. of the person, ὄ. πελείας, = πελεία, S.Aj. 140 (anap.) ; ὄ. νύμφας, = νύμφα, Id.Tr.527 (lyr.) ; ξύναιμον ὄ., = ξυναίμων, Id.Aj.977 ; ὦ ταυρόμορφον ὄ. Κηφισοῦ, = ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, E.Ion 1261 ; v. supr. 11 and cf. ὄνομα IV. V ὄ. τυκτόν eye-hole in a helmet, Nonn.D.22.62.
German (Pape)
[Seite 332] τό (ὀπτω, vgl. ὀφθαλμός), das Auge; ὑπαὶ δὲ ἴδεσκε, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, Il. 3, 217; ὄμματα θέλγειν, in Schlaf bringen, bezaubern, Od. 5, 47; ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε, ib. 492; ὄμματα καὶ κεφαλὴν ἴκελος Διΐ, an Augen u. Kopf, Il. 2, 478; πάντ' αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ' εἰκυῖα, 23, 66, u. öfter in solchen Vrbdgn, denn die Augen sind der ausdrucksvollste Theil des Gesichts; auch wohl übh. für Antlitz, Gesicht; bei Hom. u. Hes. stets im plur.; ὀξύτατον ὄμμα, Pind. N. 10, 63; ὄμματι δέρκομαι, 7, 66; ἐν ὄμμασι θέσθαι πίστιν, 8, 43, vor Augen stellen; ὁρᾷς θέαμα δυσθέατον ὄμμασιν, Aesch. Prom. 69; γοργὸν δ' ὄμμα ἔχων, Spt. 519; μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος, Ag. 722, öfter; auch als schmeichelnde Anrede, ὦ τερπνὸν ὄμμα, Ch. 236 (wohin auch ἰδὼν τὸ ἐρωτικὸν ὄμμα Plat. Phaedr. 253 e zu rechnen); u. geradezu Umschreibung der Person, πατρῴων ὀμμάτων ἐπισκόπους, 124; ch φίλτατ' Αἴας, ὦ ξύναιμον ὄμμ' ἐμοί, Soph. Ai. 955; Eur. Ion 1261. Auch das Köstlichste bezeichnend, ὄμμα γὰρ πάσης χθονὸς Θησῇδος ἐξίκοιτ' ἄν, Aesch. Eum. 979; er sagt auch übertr. ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν, Pers. 165, u. so oft bei Folgdn. – In Prosa überall, τῶν ὀμμάτων στερηθείς, Plat. Phaedr. 243 a; ἀλγεῖν τὰ ὄμματα u. ä. – Κελαινῆς νυκτὸς ὄμμα, der Mond, Aesch. Pers. 420, vgl. ἀστ ερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης, frg. 159; ὄμμα ἀκάματον αἰθέρος, Ar. Nubb. 286; auch λύχνου, Lys. 1. – Selten auch = der Anblick, das Gesehene, ὦ δυσθέατον ὄμμα, Soph. Ai. 983; μή του κηδομένου βροτῶν μηδὲ σύντροφον ὄμμ' ἔχων, Phil. 171; ὡς εἶδον ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα, El. 891, wo Nichts zu ändern ist; vgl. Trach. 202; ὄμμα δὸς φίλημά τε, Eur. I. A. 1238. – Uebertr., das Licht Bringende, Freude u. Trost Gewährende, ὡς ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχόν, Soph. Trach. 202, das Aufleuchten einer solchen frohen Botschaft. – Sp. auch von Augen der Pflanzen, Phot. u. Schol. Ar. Equ. 552.