σθένος
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
εος, τό,
A strength, might, esp. bodily strength, freq. in Il., less freq. in Od.; κάρτεΐ τε σθένεΐ τε Il.17.329; ἀλκῆς καὶ σθένεος ib. 499; χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει 20.361; ποδῶν χειρῶν τε σ. Pi.N.10.48; opp. φρήν, ib.1.26; γνῶμαι πλέον κρατοῦσιν ἢ σθένος χερῶν S.Fr. 939: c.inf., ἐν δὲ σ. ὦρσεν ἑκάστῳ . . πολεμίζειν strength to war, Il.2.451; σ. ποιεῖν εὖ φερέγγυον A.Eu.87; σ. ὥστε καθελεῖν E.Supp.66 (lyr.): less freq. of the force of things, as of a stream, Il.17.751; σ. ἀελίου Pi.P.4.144; [ἄρουραι] σθένος ἔμαρψαν Id.N.6.11: σθένει by force, S.OC 842 (lyr.), E.Ba.953; λόγῳ τε καὶ σθένει both by right and might, S. OC68; ὑπὸ σθένους E.Ba.1127; παντὶ σθένει with all one's might, freq. in treaties, SIG122.6, al., Foed. ap. Th.5.23, Pl.Lg.646a—the only phrase in which early prose writers use the word (cf. infr. 111); found in LXX, Jb.4.10, al. 2 later, generally, strength, might, power, moral as well as physical, ἀνάγκης A.Pr.105; τῆς ἀληθείας S.OT369; ἀγγέλων σ. their might or authority, A.Ch.849: c. gen. obj., ἀγωνίας σ. strength for conflict, Pi.P.5.113 (s.v.l., -ίαις Bgk.); εἰ σ. λάβοιμι if I should gain strength enough, S.El.333, cf. 348, etc. II a force of men, Il.18.274; ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι σ. S.Aj.438: but in both places sense 1.1 is more prob. 2 metaph., quantity, profusion, σ. πλούτου Pi.I.3.2; ὕδατος, νιφετοῦ, Id.O.9.51, Fr.107.11. III periphr., like βίη, ἴς, μένος, σ. Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος, Ὠαρίωνος, etc., for Idomeneus, Orion, etc. themselves, Il.13.248, 18.486, Hes.Op.598, etc.; σ. ἵππων, ἵππιον, Id.Sc.97, Pi.P.2.12, etc.:—in Pl. Phdr.267c, Χαλκηδονίου σ. is ironical.
German (Pape)
[Seite 877] τό, Stärke, Kraft, Gewalt; oft in der Il. u. bei Hes., in der Od. selten; bes. Körperkraft; τοὶ σθένος οὐκ ἐπιεικτόν, vom Zeus, Il. 8, 32; τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπ αδνόν, vom Löwen u. Eber 7, 257, vom Ochsen Od. 18, 373; χειρῶν καὶ σθένεος πειρήσομαι, 21, 282; ὅσσον μὲν ἐγὼ δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει, Il. 20, 361; Muth, ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν, 2, 451, vgl. 11, 11. 14, 151; τῶν δὲ σθένος ὄρνυται αἰέν, 11, 827; εὐξάμενος Διῒ πατρὶ ἀλκῆς καὶ σθένεος πλῆτο φρένας, 17, 499. – Heeresmacht, das Heer, 18, 274; Gewalt über Andere, Macht, 16, 542. – Seltener von leblosen Dingen, wie von der reißenden Gewalt eines Stromes, 17, 751. – Wie ἴς u. βίη dicut es auch zur Umschreibung einer Person, σθένος Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος, 13, 248. 18, 486 u. a. – Γυίων, Pind. N. 5, 39; χειρῶν σθένει νικᾶσαι, 10, 48; ἡμιόνων σθένος ζεῦξον, Ol. 6, 22; auch ἐντέων, P. 5, 32; ὕδατος, Ol. 9, 51; πλούτου, I. 3, 2; ἀγωνίας, P. 5, 106; oft bei Tragg.: τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ' ἀδήριτον σθένος, Aesch. Prom. 105; ἀκάματον παρῆν σθένος ἀνδρῶν, Pers. 869; οὗτος δὲ τίς λόγῳ τε καὶ σθένει κρατεῖ; Soph. O. C. 68, von der Herrschergewalt, εἰ λάβοις σθένος, El. 340, vgl. 325; geistig, die Kraft wozu haben, Etwas können, Eur. oft. – Auch in Prosa: Plat. Phaedr. 267 c; φεύγειν παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν, Legg. I, 646 a, wie εὐλαβεῖσθαι παντὶ σθένει, IX, 854 b; so auch Xen. Cyr. 6, 1, 42. 8, 5, 25.