ὁμός
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ή, όν,
A one and the same, common, joint, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁ. θρόος Il.4.437 ; ὁ. γένος 13.354 ; ὁμὴ σορός 23.91, IG14.2469.10 ; ὁ. τιμή Il.24.57 ; ὁ. αἶσα 15.209 ; ὁ. νεῖκος 13.333 ; ὁ. ὀϊζύς Od.17.563 ; ὁ. λέχος Il.8.291, Hes. Th.508 ; ὁμὰ χθών IG14.1721 ; οὐ καθ' ὁμὰ φρονέοντε not of one mind, Hes.Sc.50 ; ἱκνεῖσθαι εἰς ὁμόν unite, Parm.8.47 : c. gen., ἑτέρων ἴχνια μὴ καθ' ὁμὰ δίφρον ἐλᾶν Call.Aet.Oxy.2079.26. (Cf. Skt. samá-, Goth. sama 'the same', cogn. with εἷς.)
German (Pape)
[Seite 339] ähnlich, gleich; ὁμὸν γένος, einerlei Herkunft, Il. 13, 354; ὁμῇ πεπρωμένον αἴσῃ, 15, 209; gemeinsam, gemeinschaftlich, ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι, Il. 23, 91, eine gemeinsame Urne; vgl. Ep. ad. 708 ( App. 147), δοιοὺς ὁμὰ χθὼν ἅδε καλύπτει; – ὁμὸν νεῖκος, Il. 13, 333; ὁμὴ ὀϊζύς, Od. 17, 563; ὁμὸν λέχος, Il. 8, 291; Hes. Th. 503; εἰς ὁμὸν ἱκέσθαι, Parmends. 108; πάντες ὁμὴν Ἀΐδαο κέλευθον νισσόμεθα, Qu. Sm. 7, 52; übereinstimmend, ὁμὰ φρονεῖν, Hes. Sc. 50. – Es ist verwandt mit ἅμα. Gebräuchlicher sind ὁμοῦ, ὁμῶς, ὁμόσε, ὁμόθεν, und davon abgeleitet ὁμοῖος.