πλάζω
English (LSJ)
(A), Ep.impf.
A πλάζον Od.2.396 : aor. ἔπλαγξα (παρ-) 9.81; Ep. πλάγξα 24.307 :—Pass. and Med., 3.106, etc.; Ep. impf. πλαζόμην 5.389 : fut. πλάγξομαι 15.312 : aor. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Il.22.291 ; Ep. πλάγχθην Od.1.2 ; inf. πλάγξασθαι dub. in A.R.3.261 : pres. Med. also πλάττονται Parm.6.5 codd.:—poet. Verb (rare in Prose, v. infr.), turn aside or away from, πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης Od.1.75 ; ἀλλά με δαίμων πλάγξ' ἀπὸ Σικανίης δεῦρ' ἐλθέμεν 24.307 ; [πρὼν . . ποταμοῖσι] ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων Il.17.751 :—Pass., πλάγχθη δ' ἀπὸ χαλκόφι χαλκός bronze glanced off from bronze, 11.351 ; πάλιν πλαγχθέντας ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν balked, baffled, 1.59, cf. Od.13.5 ; τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔξω; what woe is warded off afar ? S.OC1231 (lyr.); κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε Od.13.278 ; Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο Pi.N.7.37 (s.v.l.); [Ἀλέξανδρος] ἐπλάζετο ἄγων [Ἑλένην] Hdt.2.117, cf. 116 ; ἀκταῖσιν ὁρμεῖ, δαρὸν ἐκ Τροίας χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς E.Or.56; of an exile, Ἄργεϊ νάσθη πλαγχθείς Il.14.120; γένεσις καὶ ὄλεθρος τῆλε μάλ' ἐπλάχθησαν have been banished afar, Parm.8.28 : metaph., ὁ νέος . . ὑπὸ τῆς τύχης . . πλάζεται, ὁ δὲ γέρων καθάπερ ἐν λιμένι τῷ γήρᾳ καθώρμικεν Epicur.Sent.Vat. 17; so perh. ἔνθα δύω νύκτας δύο τ' ἤματα κύματι πηγῷ πλάζετο Od.5.389 (v. infr. 11). 2 baffle, thwart, balk, esp. mentally, οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὐκ εἰῶσ' ἐθέλοντα Ἰλιου ἐκπέρσαι . . πτολίεθρον Il.2.132 ; πλάζε δὲ πίνοντας balked or bewildered them as they drank, Od.2.396; πίνοντες ἐπλάζοντο, i.e. became drunk, Pi.Fr.166 ; μαινομένῳ πιτύλῳ πλαγχθείς E.HF1189 (lyr.) ; ὁκόσα ἰνδαλμοῖσι διαλλάττοντα ἀνὰ τὸν ἠέρα πλάζει ἡμέας Hp.Ep.18 ; embarrass, trip up, πλάζει τὸν παῖδα τὰ σάνδαλα AP 7.365 (Zon.) ; ἐπλάζοντο πρὸς οὐδένα σκοπόν wavered aimlessly, Plu. Mar.36. 3 Pass., go astray, πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηός Od.6.278 : c. gen., ἁμαξιτοῦ E.Rh.283 ; μανδρῶν πλαζομένων χοίρων τρειῶν Supp.Epigr.4.647.6 (Maeonia, ii A. D.). b lose, be deprived of, ὀμμάτων ἐπλάγχθη A.Th.784 (lyr., ἀπ' ὀμμ. codd.). 4 Pass., wander, rove, πλάζομαι ὧδ' Il.10.91 ; ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Od.1.2 ; πῇ . . πλάζομαι; 13.204, cf.3.95, 16.64 ; ἐπὶ πόντον πλαζόμενοι κατὰ ληΐδ' 3.106; πλάζεσθαι μετ' ἐκεῖνον 16.151 ; ἀλλά πῃ ἄλλῃ πλάζετ' ἐπ' ἀνθρώπους 3.252; κατὰ δὲ πτόλιν αὐτὸς ἀνάγκῃ πλάγξομαι 15.312 ; οἱ πλαζόμενοι the planets, Ti.Locr.97a: never in Com. or correct Att. Prose. II μέγα κῦμα πλάζ' ὤμους καθύπερθε struck his shoulders, Il.21.269: here and in Od.5.389 (v. supr. 1.1 fin.) Aristarch. (ap.An.Ox.1.149) took πλάζω [ᾱ by nature] as a dialectal form of πλήσσω, perh. rightly; cf. ἐπιπλάζω, προσπλάζω. (In signf. 1 related to πλάγιος as ἅζομαι to ἅγιος; for πλαγξ-, πλαγχθ- codd. sts. have πλαξ-, πλαχθ-, as v.l., Il.1.59, Od.1.2, 9.81 (παρ-), Parm.8.28 ; in signf. 11 perh. a different word.)
πλάζω (B),
A = πλάσσω (Tarent.), An.Ox.1.62.
German (Pape)
[Seite 623] fut. πλάγξω, aor. ἔπλαγξα, aor. pass. ἐπλάγχθην, wie πλανάω, umherirren machen od. lassen, bes. von der rechten Bahn abführen, verschlagen; πᾶσι (ποταμοῖς) ῥόον πεδίονδε τίθησιν, πλάζων, Il. 17, 751; 21, 269; ἀλλά με δαίμων πλάγξ' ἀπὸ Σικανίης δεῦρ' ἐλθέμεν, Od. 24, 307; u. übertr., irremachen, verwirren, πλάζε δὲ πίνοντας, 2, 396; auch = von dem Vorhaben ablenken, Il. 2, 132. – Pass. umherirren, umherstreifen; ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, Od. 1, 2; πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηός, 6, 278; κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε, 13, 278, u. öfter; ἀπὸ χαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη, Erz prallte von Erz ab, Il. 11, 351; πλαγχθέντες, Pind. N. 7, 37; u. so im aor. Aesch. Spt. 766; übertr., τίς πλάγχθη πολύμοχθος ἔξω; Soph. O. C. 1233; δαρὸν χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς, Eur. Or. 56; Her. 2, 116; πλαζόμενοι ἀστέρες, den ἀπλανεῖς entgeggstzt, Planeten, Tim. Locr. 97 a.