ἐπιτίθημι

From LSJ
Revision as of 19:16, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτίθημι Medium diacritics: ἐπιτίθημι Low diacritics: επιτίθημι Capitals: ΕΠΙΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: epitíthēmi Transliteration B: epitithēmi Transliteration C: epitithimi Beta Code: e)piti/qhmi

English (LSJ)

Pass. mostly furnished by ἐπίκειμαι :    A Act., lay, put or place upon, of offerings laid on the altar, ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι Od.21.267, cf. 3.179 ; λιβανωτόν Ar.Nu.426, V.96, Antipho 1.18 ; set meats on the table, εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα Od.1.140, cf. 10.355 ; πάντ' ἐπιθεῖτε on the car, Il.24.264 ; [νέκυας] ἐπὶ νηυσὶ τιθέντες Od.24.419 ; τινὶ κύρτον καὶ κώπαν, as a grave-monument, AP7.505 (=Sapph.120) : Constr. mostly ἐ. τινί τι, τῷ ἰσχυροτέρῳ πλέον βάρος X.Oec.17.9, etc. : but also c.gen., ἐ. λεχέων τινά Il.24.589 ; ἐ. τι ἐπί τινος Hdt.2.121.δ' ; κεφαλὴν ἐπὶ στέρνα τινός X.Cyr.7.3.14: c. acc. only, put upon, set up, ἐ. φάρμακα apply salves, Il.4.190 ; δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκε 10.466 ; στήλην λίθου Hdt.7.183 ; φάκελον ξύλων E.Cyc.243 ; ἐ. μνημεῖά τινι to him, Id.IT702, cf. IG14.446 (Tauromenium), 12.1068.    2 set upon, turn towards, Ἑκτορέοις ἐπὶ φρένα θῆχ' ἱεροῖσιν Il.10.46 ; but τῇ δ' ἄρ' ἐπὶ φρεσὶ θῆκε c. inf., put it into her mind to.., Od.21.1.    II put on a covering or lid, ὡς εἴ τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιθείη 9.314 ; κεφαλῇ ἐπέθηκε (as v.l. for ἐφύπερθἐ καλύπτρην 5.232 ; λίθον δ' ἐπέθηκε θύρῃσι, i.e. put a stone as a door to the cave, put it before the door, 13.370 ; also, put a door to, κολλητὰς ἐπέθηκα θύρας 23.194 ; θύρας ἐπέθηκε φαεινάς 21.45 ; θυρεὸν μέγαν 9.240 (v. infr. B. 11).    2 set a seal on, BGU361 iii 22 (ii A.D.) ; apply a pessary, Hp.Steril.214 (Pass.) ; a cupping instrument, Sor.2.11 (Pass.).    III put to, add, grant or give besides, ὅσσα τε νῦν ὔμμ' ἐστὶ καὶ εἴ ποθεν ἄλλ' ἐπιθεῖτε Od.22.62, cf. Il.7.364, etc. ; κράτος, κῦδός τινι, 1.509 (tm.), 23.400 (tm.), 406 (tm.) ; ἡμιτάλαντον χρυσοῦ ib.796.    2 of Time, add, bring on, ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Od.12.399 ; μάλα πολλὰ [ἔτεα] Hes.Op.697.    IV put on as a finish, χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην Il.4.111 ; περόνην Od. 19.256 : metaph., οὐδὲ τέλος μύθῳ ἐπιθήσεις add fulfilment, Il.19.107, cf. 20.369 ; so later ἐ. κεφάλαἰ ἐφ' ἅπασι D.21.18 ; κολοφῶνα ἐ. τῇ σοφίᾳ Pl.Euthd.301e ; τέλος ἐπιτεθήκατον ib.272a ; πέρας ἐ. τῇ γενέσει Arist.GA776a4 ; πίστιν ἐ. D.12.22, 49.42 ; ὁ δὲ μισθωσάμενος πίστιν ἐπιθήσει πρὸς τοὺς νεωποίας SIG963.34 (Arcesine, iv B. C.) ; πέρας ἐ. τῷ πράγματι PGiss.25.7 (ii A. D.), etc. ; ὅρον ἐ. τῷ πράγματι Mitteis Chr.87.2 (ii A. D.).    V impose, inflict a penalty, σοὶ δέ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν Od.2.192 ; δίκην, ζημίην, ἄποινα ἐ. τινί, Hdt.1.120,144, 9.120, etc. ; θάνατον δίκην ἐ. τινί Pl.Lg.838c ; δίκην τὴν πρέπουσαν Id.Criti.106b ; ἔργων ἀντ' ἀδίκων χαλεπὴν ἐ. ἀμοιβήν Hes.Op. 334 ; τιμωρίαν ὑπέρ τινος D.60.11 (cf. infr. B. IV) : so of burdens, grievances, etc., θήσειν..ἐπ' ἄλγεα Τρωσί Il.2.39 ; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον 6.357 ; [ἄτην] οἱ ἐπὶ φρεσὶθῆκε..Ἐρινύς Od.15.234 ; ἀνάγκην ἐ. c. inf., X.Lac.10.7 ; ἐ...μὴ τυγχάνειν imposing as a penalty not to.., ib.3.3 (v. infr. B. IV).    VI dispatch a letter, ἐ. τι ἐς Αἴγυπτον, ἐς Μυτιλήνην, Hdt.3.42, 5.95 ; ἐ. [ἐπιστολάς] D.34.28.    VII give a name, Hdt.5.68, Pl.Smp.205b, etc.    VIII contribute (capital) to a venture, ἐς πεῖραν Leg.Gort.9.44.    B Med., with pf. Pass. ἐπιτέθειμαι Plu.2.975d, also aor. Pass., Inscr.Prien. (v. infr.), etc.:—put on oneself or for oneself, ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν..θήκατο placed a helmet on his head, Il.10.30 ; κρατὶ δ' ἐπὶ..κυνέην θέτο 5.743, cf. E.Ba.702 (tm.), etc.; χεῖρας ἐπ' ἀνδροφόνους θέμενος στήθεσσι laying one's hands upon.., Il.18.317 ; κτύπημα χειρὸς κάρᾳ on one's head, E.Andr.1210 (lyr.).    II put on or to, as a door, πύλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Pl.Smp.218b ; θύρας Orph.Fr. 245, al., etc. (v. supr. A. 11).    III apply oneself to, employ oneself on or in, c. dat., ναυτιλίῃσι μακρῇσι Hdt.1.1 ; τῇ πείρᾳ, τοῖς ἔργοις, Th.7.42, X.Mem.2.8.3, etc. ; τοῖς πολιτικοῖς Pl.Grg.527d : c. inf., attempt to.., φιλοσοφεῖν ἐπέθετο Alex.36.3 ; γράφειν Isoc.5.1, cf. Pl. Sph.242b:—Pass., ἐπετέθη πρὸς τὸν πόλεμον Inscr.Prien.17.38 (iii B.C.).    2 make an attempt upon, attack, τῇ Εὐβοίῃ Hdt.5.31 ; Ἐφεσίοισι Id.1.26, cf. 102, 8.27 ; τῷ δήμῳ Th.6.61 ; τῇ δημοκρατίᾳ X.Ath. 3.12 ; ἐ. τῇ τοῦ δήμου καταλύσει attempt it, Aeschin.3.235 ; τυραννίδι Lycurg.125 ; ἀρχῇ Plu.2.772d ; ἐ. ταῖς ἁμαρτίαις or τοῖς ἀτυχήμασί τινος take advantage of them, Isoc.2.3, D.23.70 : abs., make an attack, κατ' ἀμφότερα Th.7.42, cf. Arist.Pol.1302b25.    3 abs., δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε he practised justice with assiduity, Hdt.1.96, cf. 6.60.    IV bring on oneself, ἐπέθου θύος δημοθρόους τ' ἀράς A.Ag. 1409.    2 cause a penalty to be imposed, θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι Th.2.24 ; φόβον τινί X.Cyr.4.5.41.    V lay commands on, τί τινι Hdt.1.111, cf. OGI669.61 (Egypt, i A.D.): also c. inf., Hdt.3.63, v.l. in Ath.11.465d.    VI give a name, τινί Od.8.554(tm.), cf. Arist. Po.1451b10.    VII contribute, πολλοὶ ἐπέθεντο τὰς ἐπιδόσεις εἰς τὴν παρασκευὴν τοῦ πολέμου prob. in SIG346.29 (iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 992] (s. τίθημι), 1) daraufsetzen, -legen, -stellen, κρατὶ κυνέην, ἐπιθήσει φάρμακα, wird Heilmittel auflegen, Il. 4, 190, κεφαλῇ δ' ἐπέθηκε καλύπτρην, einen Schleier auf den Kopf, Od. 5, 232; τύμβον τε χῶσον κἀπίθες μνημεῖά μοι Eur. I. T. 702; στήλην λίθου ἐπέθηκαν Her. 7, 183; ὀϊστόν, einen Pfeil auflegen, 5, 105; öfter τινί τι, Thuc. 7, 36; Xen. Oec. 17, 9; ζυγά τινι Cyr. 3, 1, 27; mit der Präposition, ἐπὶ πυρᾶς ἐπιθέντες τὸν νεκρόν Thuc. 2, 52; ἀσκοὺς ἐπὶ τῶν ὄνων Her. 2, 121, 4; – c. gen., τινὰ λεχέων, Jem. auf das Lager legen, Il. 24, 589; – ἐπὶ τὰ στέρνα τὴν κεφαλήν, Xen.; – bes. – a) Speisen aufsetzen, auftragen, εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, oder richtiger: hinzusetzend, noch dazu auftragend, Od. 1, 140, vgl. ἐπὶ δέ σφι τίθει χρύσεια κάνεια 10, 355. vom Opfer, ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι κλυτοτόξῳ, eigtl. auf den Altar legen, opfern, 21, 267; οὐδ' ἂν θύσαιμ' οὐδ' ἂν σπείσαιμ' οὐδ' ἐπιθείην λιβανωτόν Ar. Nub. 425; λιβανωτὸν ἐπιτιθείς Vesp. 96; Antiph. 1, 18. – b) ὄνομα, einen Ramen beilegen, geben, Plat. Conv. 205 b Crat. 424 d. – c) Strafe u. ä. auflegen, σοὶ δὲ θωὴν ἐπιθήσομεν Od. 2, 192; χαλεπὴν ἀμοιβήν Hes. O. 332; αἵματος δίκην Eur. Or. 500; δίκην, ζημίαν τινί, ἄποινα, Her. 1, 144. 4, 43. 9, 120; Xen. Cyr. 1, 2, 2 u. A.; δίκην Plat. Critia. 106 b u. öfter; ἐπὶ πᾶσι τάξεις καὶ ζημίας Legg. VII, 823 c; τιμω ρίαν ὑπὲρ ὧν τοὺς ἄλλους ἠδικουν ἐπέθηκαν Dem. 60, 11; Sp., wie Plut. Fab. Max. 9 u. öfter; μισθόν τινι Pol. 5, 18, 8. – So Unglück, Schmerzen auferlegen, zu Theil werden lassen, in tmesi, θήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί Il. 2, 39; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον, über die er verhängte, 6, 357; ἀνάγκην Xen. Lac. 10, 7. – d) τέλος μύθῳ ἐπιθήσεις, der Erzählung ein Ziel setzen, sie in Erfüllung gehen lassen, Il. 19, 107. 20, 369, wie Isocr. 6, 77; übh. ein Ende machen, beendigen, τῷ μύθῳ τέλος οὐκ ἐπέθεμεν, Plat. Polit. 277 b Prot. 348 a; ἤδη κολοφῶνα ἐπιτίθης τῇ σοφίᾳ, gleichsam den Schlußstein daraufsetzen, Euthyd. 301 e (vgl. κολοφών) ähnl. Dem. 21, 18 δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κεφάλαια ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις ἐπέθηκεν, er setzte seinen Thorheiten gleichsam die Krone auf; – πίστιν ἐπιθεῖναι, einen Schwur darauf setzen, beschwören, Dem. 29, 33. 49, 42; – λίθον ἐπέθηκε θύρῃσιν, er setzte einen Stein vor die Thür, Od. 13, 370. 9, 243, mit dem Nebenbegriff des Verschließens; θύρας ἐπέθηκε φαεινάς 21, 45, wie ὡςεί τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιθείη 9, 314, den Deckel auf den Köcher legen, ihn verschließen; νέφος ἐπιθεῖναι, Ggstz ἀνακλίνειν, vorschieben, d. i. den Himmel schließen, von de n, Horen, Il. 5, 751. 8, 395 λόχον, vom trojanischen Pferde, Od. 11, 25 (vgl. ἐπίκειμαι). – Uebertr., φρένα, nur in tmesi, den Geist auf Etwas hinrichten, auf Etwas achten, Hom.; – auftragen, zur Besorgung übergeben, βιβλίον ἐς Αἴγυπτον ἐπέθηκε Her. 3, 42; Ἀλκαῖος ἐν μέλει ποιήσας ἐπιτιθεῖ εἰς Μιτυλήνην, 5, 95; ἐπιστολήν Dem. 34, 28, was Harpocr. durch παρέδωκε erkl. Vgl. med. 3). – 2) hinzusetzen, hinzufügen, κτήματα δ' ὅσσ' ἀγόμην – πάντ' ἐθέλω δόμεναι καὶ οἴκοθεν ἄλλ' ἐπιθεῖναι, u. noch andere von meinem eigenen Besitzthume hinzufügen, Il. 7, 751, 23, 796; Od. 22, 62, μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ' ἀπολείπων μήτ' ἐπιθεὶς μάλα πολλά Hes. O. 695, weder viel unter. noch über dreißig Jahre; Sp. – Als Epitheton brauchen, Schol. Ap. Rh. 2, 118. – Med., 1) sich aufsetzen. στεφάνην κεφαλῆφιν Il. 10, 30; ἐπὶ δ' ἔθεντο κισσίνους στεφάνους Eur. Bacch. 701; οὑκ ἐπιθήσομαι ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν Andr. 1211; Sp.; χεῖρας στήθεσσί τινος, seine Hände auflegen, Il. 18, 317. – 2) sich an Etwas machen, sich auf Etwas legen, angreifen, unternehmen; absolut, Her. 3, 76, δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε 1, 96. vgl. 6, 60; gew. c. dat., ναυτιλίῃσι 1, 1 ναυκληρίᾳ Lys. 6, 19. ἑπιθέσθαι τῇ πείρα ἠπυίγετο Thuc. 7, 42, versuchen; τῷ ἔργῳ Xen. Mem. 2, 8, 3; κυβερνητικῇ Plat. Polit. 299 b; ἐπιθησόμεθα τοῖς πολιτικοῖς Gorg. 527 b; c. inf., ἐλέγχειν τὸν λόγον ἐπιθησόμεθα Soph. 242 ο, wie Isocr. 5, 1; τῇ καταλύσει τοῦ δήμου, mit der Auflösung der Demokratie umgehen, Aesch. 3, 235; Sp., von denen D. Sic. 15, 80 auch akt. τῷ κινδύνῳ ἐπιθείς sagt; – bes. im feindlichen Sinne, sich an Etwas machen, angreifen, anfallen, bes. plötzlich, od. aus dem Hinterhalte, unvermuthet, τινί, Her. 6, 108. 7, 125 u. öfter; auch aor. I, πρώτοισι ἐπεθήκατο 1, 26; Thuc. u. Folgde; Μέλητός μοι ἐπέθετο, vom gerichtlichen Angriff, Plat. Apol. 23 c, τῷ πατρικῷ λόγῳ Soph. 242 a. – 3) auftragen, befehlen, ἐπιθέμενος ταῦτα ἐμοί Her. 1, 111; 3, 63; οὐκ ὤκνησεν ἐπιθέσθαι τοῖς οἰκείοις ἐπιγράψαι τῷ μνήματι τάδε Ath. XI, 465 d. – 4) daran, darauf setzen, wie im act., mit besonderer Beziehung auf das subj., πύλας μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Plat. Conv. 218 b, eure Ohren verschließet; λόγον ἐπ' αὐτῇ νόμον ὕστερον ἐπιθώμεθα Legg. XI, 918 a; σῖτον τῶν οἰκετῶν ἐπὶ τὴν αὑτοῦ τράπεζαν, sich auftragen lassen, Xen. Cyr. 8, 2, 3; – ἐπέθεντο θάνατον ζημίαν Thuc. 2, 24. – So auch Aesch. τόδ' ἐπέθου θύος δημοθρόους τ' ἀράς, du zogest dir zu, Ag. 1383. – Plut. u. a. Sp. brauchen auch den aor. pass. in der Bdtg des med.