ἅμιλλα
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ης, ἡ,
A contest for superiority, conflict, τῶν νεῶν ἅμιλλαν . . ἰδέσθαι Hdt.7.44; ἅ. ἵππων horse-race, ib.196, cf. Pi.O.5.6, I.5(4).6; ῥιμφαρμάτοις ἁμίλλαις in racing of swift chariots, S.OC1063, cf. El. 861; ἅ. ἀγαθῶν ἀνδρῶν contest of brave men, D.20.108; μειρακίων Ar. Eq.556; χορῶν Pl.Lg.834e; of boat-races, IG22.1028.20, Pl.Com. 183. 2 c.gen.rei, ἰσχύος trial of strength, Pi.N.9.12 (pl.); πτερύ γων ἁμίλλαις A.Pr.129; ποδοῖν, λόγων, φρονήματος, E.IA212, Med. 546, Andr.214; ἀρετῆς Pl.Lg.731b: c. gen. obj., ἅ. λέκτρων contest for marriage, E.Hipp.1141; ἔρωτος Gorg.Hel.5: abs., eager desire, Herod.6.68 (s.v.l.):—also ἅ. περί τινος Isoc.10.15; freq.in Poets with Adj., ἅ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος striving after wealth or children, E. IT411, Med.557: with gen.in adjectival sense, ἅ.αἵματος, = αἱματόες σα, Id.Hel.1155:—phrases: ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι propose contest, Id.Andr.1020, Med. l.c.; ἅ. ποιεῖσθαι contend eagerly, ὅκως . . Hdt.8.10; ἅ. ἐποιοῦντο they had a race, Th.6.32; ἅ. ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg.830d; εἰς ἅ. ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν, E.Tr.621, Hec.226; πρὸς ἅ. ἐλθεῖν Id.Med.1083; ἅ. γίγνεται ὅπως . . struggle arises, Th.8.6.
German (Pape)
[Seite 125] ἡ (ἅμα, nicht mit ἴλη zsgstzt, wo Mehrere etwas zusammen thun), Wettkampf, oft Pind. u. Tragg.; ῥιμφάρματοι, der Wagen, Soph. O. C. 1066; πτερύγων, im Fluge, Aesch. Prom. 129; χειρῶν Eur. Hec. 226; λόγων, Wettstreit, 546; Suppl. 428; ποδοῖν Iph. A. 213; φρονήματος Andr. 213; χαρίτων Iph. T. 1147; κυλίκων Rhes. 361; αἵματος, blutiger Kampf, Hel. 1170; λέκτρων Hipp. 1141, um die Vermählung; βακχία, bacchischer Tanz, Soph. Tr. 219. In Prosa übh. Wetteifer, πρός τι, in Beziehung auf etwas, Plat. Phaedr. 271 a; ἀρετῆς Legg. V, 731 b; ἅμιλλαν ποιεῖσθαι πρός τινα, mit Einem wetteifern, VIII, 830 d; vgl. Her. 7, 196; Thuc. 6, 32; ἅμ. γίγνεται 8, 6; ἐπὶ δωρεαῖς, um Geschenke, Dem. 20, 108; περί τινος Isocr. 4, 85; τῆς εὐεργεσίας Polyb. 3, 98; ἐξ ἁμίλλης, um die Wette, Plut.; Alciphr.
Greek (Liddell-Scott)
ἅμιλλα: -ης, -ἡ, (ἐκ τοῦ ἅμα, - οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἴλη). Ἀγὼν περὶ ὑπερισχύσεως, περὶ ὑπεροχῆς, συμπλοκή, τῶν νεῶν ἅμιλλαν... ἰδέσθαι, περὶ πλαστῆς ναυμαχίας, Ἡρόδ. 7. 44· ἅμ. ἵππων, ἱπποδρομία, ἀγὼν ἱπποδρομίας, αὐτόθι 196· ἀκολούθως παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.: ῥιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις, ἐν ἀγῶσι ταχέων ἁρμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1063, πρβλ. Ἠλ. 861· ἅμ. ἀγαθῶν ἀνδρῶν, ἀγὼν γενναίων ἀνδρῶν, Δημ. 490. 1· χορῶν Πλάτ. Νόμ. 834Ε. 2) μ. γεν. πράγ., ἰσχύος ἅμ., δοκιμὴ ἰσχύος, Πινδ. Ν. 9. 27· πτερύγων ἁμίλλαις Αἰσχύλ. Πρ. 124· ποδοῖν, λόγων, φρονήματος, Εὐρ. Ι. Α. 212, Μήδ. 546, Ἀνδρ. 214: ἀρετῆς Πλάτ. Νόμ. 731Β· μ. γεν. ἀντικειμ. ἅμ. λέκτρων, ἀγὼν περὶ γάμου. Εὐρ. Ἱππ. 1141, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 556, Θουκ. 8. 6: - ἀντὶ τοῦ πρώτου ὡσαύτως ἔχομεν καὶ ἅμ. περί τινος Ἰσοκρ. 215Α· ἀντὶ δὲ τοῦ δευτέρου ἐπίθετον συχνάκις εἶναι ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς, ἅμ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος, ἀγὼν περὶ πλούτου ἢ τέκνων, Εὐρ. Ι. Τ. 412, Μήδ. 557· - ἡ γεν. ἐνίοτε εὕρηται ἀντὶ ἐπιθ., ἅμ. αἵματος = αἱματόεσσα, ὁ αὐτ. Ἑλ. 1115. 3) ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι, προτείνειν ἀγῶνα, Εὐρ. Ἀνδρ. 1020, Μήδ. 546· ἅμιλλαν ποιεῖσθαι, ἀγωνίζεσθαι προθύμως, φιλοτιμεῖσθαι, ὅκως... Ἡρόδ. 8. 10· ἅμ. ἐποιοῦντο, ἡμιλλῶντο, ἐφιλοτιμοῦντο τις νὰ περάσῃ τὸν ἄλλον, Θουκ. 6. 32: ἅμ. ποιεῖσθαι πρός τινα Πλάτ. Νόμ. 830D· εἰς ἅμ. ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν, Εὐρ. Τρῳ. 617, Ἑκ. 226· πρὸς ἅμ. ἐλθεῖν ὁ αὐτ. Μήδ. 1082· ἅμιλλα γίγνεται, ἀγὼν ἐγείρεται, Θουκ. 8. 6.