ἀνάστατος

From LSJ
Revision as of 09:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάστᾰτος Medium diacritics: ἀνάστατος Low diacritics: ανάστατος Capitals: ΑΝΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: anástatos Transliteration B: anastatos Transliteration C: anastatos Beta Code: a)na/statos

English (LSJ)

ον, (ἀνίσταμαι)

   A made to rise up and depart, driven from one's house and home, ἀ. ποιεῖν τινας, ἀ. γίγνεσθαι, Hdt.1.76,177, 7.118, Isoc.4.108, S.OC429, Tr.39.    2 of cities, ruined, laid waste, Hdt.1.155,178, And.1.108, etc.; ἀ. δορὶ χώρα S.Tr.240; δόμους τιθέναι ἀ. Id.Ant. 673; ἀ. ποιεῖν τὰ χωρία Th.8.24; οἴκους ἀ. γεγενημένους Isoc.6.66, cf. Alex.1 D., Men.Inc.2.30 Körte.    3 of arguments, upset, Pl. Sph.252a.    4 c. gen., driven from, deprived of a thing, Χαρίτων Plu.2.613b.    5 unstable, Olymp. in Mete.141.28.    II Subst. ἀνάστᾰτος, ὁ, a kind of light bread at Athens, prob. in Ath.3.114a, Paus.Gr.Fr.94.

German (Pape)

[Seite 208] aufgestanden, bes. aus seinem Wohnsitz versetzt od. verjagt, Her. 1, 79. 97. 7, 118 u. sonst; vgl. Soph. O. C. 430 Trach. 39; von Städten u. Ländern, entvölkert, zerstört, verwüstet, ἀναστάτους μὲνπόλεις, ἀνάστατα δὲ ἔθνη Plat. Legg. III, 697 d; neben ἄπολις Plut. Timol. 1; vgl. Soph. Tr. 239 Ant. 690; ἀνάστατον ποιεῖν Her. 1, 155; Τροίαν ἀν. ἐποίησαν Plat. Legg. III, 682 d, sie zerstörten Troja und vertrieben die Einwohner; βαρβάρους Isocr. 4, 37; ἀνάστατον γίγνεσθαι, von Städten, Her. 1, 178; Isocr. 4, 98; οἶκος 3, 55; Antiph. 5, 79 u. sonst oft. – Bei Her. 1, 177 unterthänig, = ὑποχείριος. – Im Aufruhr, Aufstand begriffen, πάντα ἀνάστατα γέγονεν, alles gerieth in Aufruhr, Plat. Soph. 252 a; Plut. vrbdt es mit dem gen., συμπόσιον χαρίτων ἀνάστατον γενόμενον, leer, entblößt von, Symp. 1, 1, 2. – Als subst. ὁ ἀνάστατος, eine Art Backwerk bei den Athenern, etwa ein Auflauf, Valck. Adon. p. 398 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάστᾰτος: -ον, (ἀνίσταμαι) ὁ ἀναγκασθεὶς νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ ἀπέλθῃ, ὁ ἀποδιωχθεὶς ἐκ τῆς οἰκίας καὶ τῆς πατρίδος του, Συρίους τε οὐδὲν ἐόντας αἰτίους ἀναστάτους ἐποίησε Ἡρόδ. 1. 76, ― ἀνάστατοι ἐκ τῶν οἰκιῶν ἐγίνοντο 7. 118, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 22, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 429, Τρ. 39· πρβλ. ἀνασπαστός. 2) ἐπὶ πόλεων σημαίνει κατεστραμμένη, ἠρημωμένη, Ἡρόδ. 1. 155, 178, Ἀνδοκ. 14. 35, κτλ.· ἀν. δορὶ χώρα Σοφ. Τρ. 240, δόμους τιθέναι ἀν. ὁ αὐτ. Ἀντ. 673· ἀν. ποιεῖν τὰ χωρία Θουκ. 8. 24. 3) μετὰ γεν., ἀποδιωχθεὶς ἀπό τινος, ἀποστερηθείς τινος, Πλούτ. 2. 613D. ΙΙ. ὁ περιπεπλεγμένος εἰς ἐπανάστασιν ἢ στάσιν, Πλάτ. Σοφ. 252Α. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀνάστατος, ὁ, εἶδος ἐλαφροῦ, σπογγώδους πλακοῦντος ἐν Ἀθήναις, Ἀθήν. 114Α, πρβλ. Βαλκ. Ἄδωνιν 398Β.