ἄδεια

From LSJ
Revision as of 09:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδεια Medium diacritics: ἄδεια Low diacritics: άδεια Capitals: ΑΔΕΙΑ
Transliteration A: ádeia Transliteration B: adeia Transliteration C: adeia Beta Code: a)/deia

English (LSJ)

(A), ἡ, (ἀδεής Α

   A freedom from fear, Th.7.20; esp.safe conduct, amnesty, indemnity, ἀδείην διδόναι Hdt.2.121.ζ; τοῖς ἄλλοις ἄ. ἐδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν Antipho 5.77; ἐν ἀ. εἶναι Hdt.8.120; ἐν ἀ. οὐ ποιεῖσθαι τὸ λέγειν to hold it not safe, Id.9.42; τὸ σῶμά τινος εἰς ἄ. καθιστάναι Lys.2.15; τῶν σωμάτων ἄ. ποιεῖν Th.3.58; πολλὴν ἄ. αὐτοῖς ἐψηφισμένοι ἔσεσθε ποιεῖν ὅτι ἂν βούλωνται Lys.22.19; ἄ. τινι παρασκευάσαι Id.16.13, cf. D.13.17; παρέχειν Id.21.210; opp. ἄ. εὑρίσκεσθαι And.1.34, D.24.47; λαμβάνειν Id.18.286; ἀδείας τυγχάνειν 5.6; τοῦ μὴ πάσχειν ἄδειαν ἤγετε 19.149; μετὰ πάσης ἀδείας 18.305; μετ' ἀ. 22.25:—also γῆς ἄ. a secure dwelling-place, S.OC447:—licence to bring forward proposals or make charges, D.24.45, Plu.Per.31, etc.    2 Lit. Crit., licence, ἄ. ποιητική A.D. Pron.38.3, al., Him.Or.1.1; κωμική A.D.Pron.69.19.
ἄδεια (B), ἡ, (δέομαι)

   A abundance, plenty, Telesp.44.1 H.; κρεῶν Sch.Ar.Nu.386.

German (Pape)

[Seite 32] (ἀδεής), ἡ, Furchtlosigkeit, Sicherheit, ἐν ἀδείῃ οὐ ποιεῖσθαί τι, etwas für nicht gefahrlos halten, Her. 9, 42; bes. Sicherheit vor Strafe, ἄδειαν ποιησάμενος, nachdem er sich Straflosigkeit hatte zusichern lassen, Thuc. 6, 60; Plat. Legg. III, 701 a; τὰ σώματα εἰς ἄδειαν κατέστησαν Lys. 2, 15. Freiheit, ἄδεια τοῦ ποιεῖν ὅτι ἂν βούλωνται 30, 34; ἄδειαν ποιεῖν τινι, Einem Amnestie geben, Dem. 24, 9; so δοῦναι, mit folgdm inf., Antiph. 3, 77, u. öfter bei den Rednern; auch mit dem Artikel, τοῦ μὴ παθεῖν Dem. 24, 31; vgl. Boeckh Staatshaushalt II, p. 184; ψηφίζεσθαι Andoc. 1, 11; εὑρίσκεσθαί τινι Lys. 13, 55, verschaffen; ὧν ἐφρόνουν ἔλαβον ἄδειαν, sie durften ihre Gesinnungen ungestraft äußern, Dem. 18, 286; ἀδείας τυχεῖν, sicheres Geleit erhalten, 5, 6; ἐπ' ἀδείας, in S., Luc. Tim. 14; Plut. Sol. 22; ἐπὶ πολλῆς ἀδείας Caes. 2; ἄδ, πληγῶν καὶ κολάσεως qu. Rom. 111. Erlaubniß, Num. 10; so ἄδειαν διδόναι, c. inf., D. Sic. 20, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδεια: ἡ, (ἀδεὴς) ἀφοβία, ἀσφάλεια, Λατ. securitas, ἰδίᾳ ἐπὶ προσώπου, ἀδείην διδόναι, = παρέχειν ἀσφάλειαν ζωῆς, ἀμνηστίαν, Ἡρόδ. 2. 121, 6· τοῖς ἄλλοις ἄδειαν δεδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν, Ἀντιφῶν 138· 24· ἐν ἀδείῃ εἶναι, Ἡρόδ. 8. 120· οὐκ ἐν ἀδείῃ ποιεῖσθαι τὸ λέγειν, οὐχὶ ἀσφαλές, ὁ αὐτ. 9. 42· τὸ σῶμά τινος εἰς ἄδειαν καθιστάναι, Λυσ. 192. 4· τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν, Θουκ. 3. 58· ὡσαύτως, ἄδειαν ψηφίζεσθαι περί τινος, Λυσ. 166· 7· ἄδ. τινὶ παρασκευάζειν, παρέχειν, Δημ. 171. 7, κτλ.· ἀντίθετον πρὸς τὸ ἄδειαν εὑρίσκεσθαι, λαμβάνειν ἀμνηστίαν, ἀσφάλειαν, Ἀνδοκ. 3. 14· λαμβάνειν, Δημ. 321. 10· ἀδείας τυγχάνειν, ὁ αὐτ. 58. 16· τοῦ μὴ πάσχειν ἄδειαν ἤγετε, ὁ αὐτ. 387. 17· μετὰ πάσης ἀδείας, ὁ αὐτ. 327. 9· μετ’ ἀδείας, 601. 13: - ὡσαύτως γῆς ἄδ., ἀσφαλὴς κατοικία, Σοφ. Ο. Κ. 447: - εἰς ὡρισμένας περιστάσεις ἐν Ἀθήναις οἱ κατήγοροι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ λαμβάνωσιν ἄδειαν, ἤτοι ἀσφάλειαν, πλήρη ἐλευθερίαν, ὅπως ὁμιλήσωσι, Δημ. 715. 14, Πλουτ. Περ. 31, πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτήτων.