αὐχέω

From LSJ
Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐχέω Medium diacritics: αὐχέω Low diacritics: αυχέω Capitals: ΑΥΧΕΩ
Transliteration A: auchéō Transliteration B: aucheō Transliteration C: afcheo Beta Code: au)xe/w

English (LSJ)

chiefly pres. and impf. ηὔχουν, fut.

   A αὐχήσω E.Fr.857, Luc. DMort.22.2, AP7.373 (Thall.): aor. ηὔχησα ib.6.283, 15.4, Apollod. 2.4.3: (αὔχη):—boast, plume oneself, ἐπί τινι on a thing, Batr.57, AP6.283; τινί E.IA412: with neut.Adj., τοσοῦτον αὐχεῖν Hdt.7.103; μέγ' αὐ. E.Heracl.353 (lyr.); μηδὲν τόδ' αὔχει Id.Andr.463; μεγάλα Ep.Jac.3.5: c. acc. objecti, to boast of, ἀστέρας AP7.373 (Thall.).    II c. acc. et inf., boast or declare loudly that... αὐχέοντες κάλλιστα τιθέναι ἀγῶνα Hdt.2.160; ἀπεῶσθαι Th.2.39; σώσειν (σῶσαι codd.) E.Andr.311, cf. Ba.310: c. acc. only, αὐχῶ Σεβήραν boast (that I hold her), IG14.2001, cf. 3.172.    2 c. inf. fut., say confidently, to be proudly confident that, αὐχῶ γὰρ αὐχῶ τήνδε δωρεὰν ἐμοὶ δώσειν Δί' A.Pr.340, cf. 688 (lyr.), Pers.741, Cratin. I with a neg., οὐ γάρ ποτ' ηὔχουν . . μεθέξειν I never thought that... A.Ag.506, cf. Eu.561 (lyr.), E.Heracl.931.    III Med., αὐχήσασθαι· καυχήσασθαι, Hsch.— Never in S. (ἐπ-, ἐξ-αυχέω, El.65, Ant.390); rare in Com. and Prose.

German (Pape)

[Seite 405] sich rühmen, absol., Eur. Alc. 95; ἐπί τινι Batrach. 57; τινί Eur. I. A. 412; Hel. 1384; τί Aristid., wie μηδὲν τόδ' αὔχει, frohlocke darüber nicht, Eur. Andr. 464; sogar τοίους ἀστέρας αὐχήσεις Thall. 5 (VII, 373); mit folgdm inf., Her. 2, 160; praes., Thuc. 2, 39; Sp. Bei Aesch. u. Eur. (Soph. hat das Wort gar nicht) = sagen, meinen, mit folgdm acc. c. inf., z. B. πόσον τιν' αὐχεῖσπάταγον ἀσπίδων βρέμειν Heraclid. 832; vgl. Cratin. bei Plut. Cim. 10 ηὔχουν αἰῶνα πάντα συνδιατρίψειν.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχέω: μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ. ηὔχουν, πλὴν ὅτι ὁ μέλλ. αὔχήσω ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 22. 2, ἀόρ. ηὔχησα ἐν Ἀνθ. Π. 15. 4, Ἀπολλόδ. 2. 4, 3, καὶ ἐν συνθέσ. μετὰ τῶν προθ. ἐξ-, ἐπ-, κατ- Ι. (αὔχη). Ὡς τὸ καυχάομαι, κομπάζω, ἀλαζονεύομαι, ὑπερηφανεύομαι, ἐπί τινι Βατραχομ. 57, Ἀνθ. Π. 6. 283· τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 412· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τοσοῦτον αὐχεῖν Ἡρόδ. 7. 103· μέγ’ αὐχεῖν Εὐρ. Ἡρακλ. 353· μηδὲν τόδ’ αὔχει ὁ αὐτ. Ἀνδ. 463· μετ’ αἰτιατ. ἀντικ., ἀστέρας Ἀνθ. Π. 7. 373. ΙΙ. μετ’ αἰτ. ἀκολουθουμένης ὑπὸ ἀπαρ. ἀορ. ἤ ἐνεστ., καυχῶμαι ἢ μεγαλοφώνως διακηρύττω ὅτι…, αὐχέοντες κάλλιστα τιθέναι ἀγῶνα Ἡρόδ. 2. 160, πρβλ. Θουκ. 2. 39, Εὐρ. Ἀνδρ. 311, Βάκχ. 310· ἀλλ’ ἡ ἀπαρέμφ. ἐνίοτε παραλείπεται, αὐχῶ Σεβήραν, καυχῶμαι (ὅτι κατέχω αὐτήν), Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 567. 3, πρβλ. 822. 5., 932. 7: ― Μέσ., ηὐχούμην… ἐκ βασιλήων, ἐκαυχώμην (ὅτι κατάγομαι) ἐκ βασιλικοῦ γένους, αὐτόθι 192. 1. 2) μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., λέγω μετὰ πεποιθήσεως ὅτι, καυχῶμαι ὅτι θά, αὐχῶ γὰρ τήνδε δωρεὰν ἐμοὶ δώσειν Δί’ Αἰσχύλ. Πρ. 338, πρβλ. 689, Πέρσ. 741, Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1· μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ποτ’ ηὔχουν… μεθέξειν, οὐδέποτε ἐπίστευον ὅτι…, Αἰσχύλ. Ἀγ. 506, πρβλ. Εὐμ. 561, Εὐρ. Ἡρακλ. 931. ― Οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ., εἰ καὶ ὑπάρχει τὸ ἐπαυχῶ, Ἠλ. 65· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ πεζολόγοις.