ῥεῖθρον
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
τό, Att. contr. from Ion. and Ep. ῥέεθρον, which is used by Trag. once in dialogue, A.Pers.497, freq. in lyr.: (ῥέω):—
A that which flows, a river, stream, ποταμοῖο ῥέεθρα the streams, waters of... Il.14.245; ἐρατεινὰ ῥ. 21.218; Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥ. 8.369, cf. h.Hom.19.9, etc.; παρθενόσφαγα ῥ. streams of a maiden's blood, A.Ag. 210 (lyr.): sg., ἐκτρέψασα τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον πᾶν ἐς τὸ ὤρυξε χωρίον Hdt.1.186, cf. 179, Th.7.74; Ἀλφεοῦ ῥέεθρον Pi.O.9.18; ῥέεθρον ἁγνοῦ Στρυμόνος A.Pers.497; ὅταν περάσῃς ῥεῖθρον Id.Pr.790; esp. of rivulets, brooks, X.Cyn.5.15, Plb.3.71.4, Jul.Or.3.126d. II bed or channel of a river, ἄψορρον . . κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα Il.21.382; ποταμοῦ ῥ. ἀπεξηρασμένον Hdt.7.109; ποταμὸν ἐκτραπέσθαι ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥ. Id.1.75; παρατρέψας [τὸν ποταμὸν] δι' ὧν νῦν ῥέει ῥεέθρων, i.e. ἐκ τῶν ῥεέθρων δι' ὧν νῦν ῥέει, Id.7.130, cf. 127:—signf. 1 and 11 are sts. hard to distinguish, cf. Hdt.1.191, 2.11, 9.51.
German (Pape)
[Seite 837] τό, att. zsgz. aus dem ion., auch bei Dichtern gew. ῥέεθρον, das Fließende, der Fluß, daher im plur. die Fluthen; Hom. ποταμῶν, Il. 14, 245; ἐρατεινὰ ποταμοῖο, 21, 218; h. 18, 9 steht ῥεῖθρα; παρὰ ῥέεθρον Ἀλφεοῦ, Pind. Ol. 9, 18, sonst immer im plur., Ἀσωποῦ, Δίρκας, Εὐρώτα, N. 9, 9 I. 1, 29. 4, 33; Στρυμόνος, Aesch. Pers. 497; ῥεῖθρον, Prom. 792; auch von Blut, Ag. 203; Soph. immer im plur., wie Eur., der El. 794 die gew. Form, sonst ῥέεθρα, hat, Xen. Cyn. 5, 15 u. Folgde; bes. von kleinen Flüssen u. Bächen, wie Pol. 3, 70, 1. 4, 41, 7. Auch das Flußbett, Her. 1, 186. 191. 2, 11. 7, 109. 130; Plut. Sull. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ῥεῖθρον: τό, Ἀττ. συνῃρ. ἐκ τοῦ Ἰων. καὶ Ἐπικ. ῥέεθρον, ὅπερ παρὰ τοῖς Τραγ. κεῖται ἅπαξ ἐν διαλόγῳ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 497, ἀλλ’ ἐν τοῖς λυρικοῖς συχνάκις: (ῥέω): ὡς καὶ νῦν, ῥεῦμα, ποταμοῖο ῥεῖθρα, τὰ ῥεῖθρα τοῦ ποταμοῦ ..., Ἰλ. Ο. 245· ἐρατεινὰ ῥ. Φ. 218· Στυγὸς ὕδατος αἶπα ῥ. Θ. 369· ῥεῖθρα, πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. 18. 9, ἀκολούθως παρὰ Τραγ.· ῥύακες αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 210. - ἑνικ., ἐκτρέψας τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον … ἐς τὸ ὤρυσσε χωρίον Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 75., 179· ῥέεθρον Ἀλφειοῦ Πινδ. Ο. 9. 29· ῥέεθρον ἁγνοῦ Στρυμόνος Αἰσχύλ. Πέρσ. 497· ὅταν περάσης ῥεῖθρον ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 790· μάλιστα ἐπὶ ποταμίων καὶ ῥυακίων, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ. ΙΙ. ἡ κοίτη ποταμοῦ, ἄψορρον ... κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα Ἰλ. Φ. 382· ποταμοῦ ῥ. ἀπεξηρασμένον Ἡρόδ. 7. 109· ποταμὸν ἐκτραπέσθαι ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥ. ὁ αὐτ. 1. 75· παρατρέψας [τὸν ποταμὸν] δι’ ὧν νῦν ῥέει ῥεέθρων, δηλ. ἐκ τῶν ῥεέθρων δι· ὧν νῦν ῥέει, ὁ αὐτ. 7. 130, πρβλ. 127., 9. 51· - ἄν καὶ δὲν δύναταί τις εὐκόλως πάντοτε νὰ διακρίνῃ τὴν κοίτην τοῦ ποταμοῦ ἀπὸ τῶν ὑδάτων τῶν ῥεόντων ἐν τῇ κοίτῃ, ἴδε Ἡρόδ. 1. 191., 2. 11· πρβλ. ἀπολείπω IV. (Περὶ τῆς καταλήξ., πρβλ. πτολίεθρον.)