μεθέορτος
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ον, (ἑορτή)
A after the feast, μεθέορτοι ἡμέραι, ἡ μ. (sc. ἡμέρα), the morrow of it, Antipho Soph.95, Plu.2.1095a; τὰ μ. AB 279.
German (Pape)
[Seite 111] ἡμέρα, ἡ, der Tag nach dem Feste, Antipho bei Poll. 1, 34; Plut. non posse 12.
Greek (Liddell-Scott)
μεθέορτος: -ον, (ἑορτὴ) μεθέορτοι ἡμέραι, αἱ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέραι, Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 34· ἡ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέρα, Πλούτ. 2. 1095Α· οὕτω, τὰ μεθέορτα, τὰ μετὰ τὴν ἑορτήν, Α. Β. 279, 22.