ἀκόντισμα

From LSJ
Revision as of 09:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόντισμα Medium diacritics: ἀκόντισμα Low diacritics: ακόντισμα Capitals: ΑΚΟΝΤΙΣΜΑ
Transliteration A: akóntisma Transliteration B: akontisma Transliteration C: akontisma Beta Code: a)ko/ntisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A distance thrown with javelin, ἐντὸς ἀκοντίσματος within dart's throw, X.HG4.4.16.    II dart, javelin, Str.4.6.7 (pl.), Plu.Alex.43, Arr.Tact.9.1.    III in pl., = the concrete ἀκοντισταί, Plu.Pyrrh. 21.

German (Pape)

[Seite 77] τό, 1) der Wurf, Schuß, ἐντὸς τοῦ ἀκ. οὐ προσῄεσαν Xen. Hell. 4, 4, 16, auf Schußweite kamen sie nicht heran; μακρότατον Equ. 12, 13. – 2) Plut. Al. 43 πολλῶν ἀκ. κατάπλεως, das Geworfene, Speere; Andere erkl. Schüsse = Schußwunden, wie Timol. 4 ἀκοντίσματα neben πληγαὶ ἐκ. χειρός stehen; aber Pyrrh. 21 sind ἀκοντίσματα καὶ τοξεύματα = ἀκοντισταὶ καὶ τοξόται.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόντισμα: -ατος, τό, ἡ ἀπόστασις ἣν διατρέχει τὸ ῥιπτόμενον ἀκόντιον, ἐντὸς ἀκοντίσματος, ἐντὸς τῆς ἀποστάσεως μέχρι τῆς ὁποίας ἀκόντιον φθάνει, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16. ΙΙ. τὸ ῥιπτόμενον πρᾶγμα, βέλος, ἀκόντιον, Στράβ. 576, Πλουτ. Ἀλέξ. 43, κτλ. ΙΙΙ. κατὰ πληθ. = τῷ συγκεκριμ. ἀκοντισταί, ὁ αὐτ. Πύρρ. 21.