ἄλλοσε

From LSJ
Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλλοσε Medium diacritics: ἄλλοσε Low diacritics: άλλοσε Capitals: ΑΛΛΟΣΕ
Transliteration A: állose Transliteration B: allose Transliteration C: allose Beta Code: a)/llose

English (LSJ)

Adv.

   A elsewhither, Od.23.184; ἄλλος ἄ. A.Pers.359; ἄ . . . ὄμμα θατέρᾳ δὲ νοῦν ἔχοντα S.Tr.272; to foreign lands, ἄ. ἐκπέμπειν to export, X.HG6.1.11; ἄ. οὐδαμόσε to no other place, Pl.Cri.52b; ἄ. πολλαχόσε to many other places, Id.Mx.241e; ποῖ ἄ.; to what other place? Id.Phd.82a; ἄ. ποι to some other place, Id.Tht.202e: c. gen., ἄ. ποι τῆς Σικελίας to some other part of Sicily, Th.7.51; ἄ. τοῦ σώματος Pl.Lg.841a:—by attraction, = ἀλλαχοῦ, ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ Id.Cri.45b.

German (Pape)

[Seite 106] anders wohin, Hom. nur Od. 23, 184. 204; ἄλλος ἄλλοσε Aesch. Pers. 351 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλοσε: ἐπίρρ. (ἄλλος) εἰς ἄλλον τόπον, πρὸς ἄλλο μέρος, Ὀδ. Ψ. 184· ἄλλος ἄλλοσε, εἷς πρὸς ἕν μέρος καὶ ἄλλος πρὸς ἄλλο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 359· ἄλλοσ’... ὄμμα, θατέρα δὲ νοῦν ἔχοντα, Σοφ. Τρ. 272: εἰς τὰ ξένα, εἰς ξένας χώρας· ἄλλοσε ἐκπέμπειν, ἐξάγειν εἰς ξένας χώρας, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 11. ― συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλου ἐπιρρήμ. ἄλλοσε οὐδαμόσε, πρὸς οὐδένα ἄλλον τόπον, Πλάτ. Κρίτων 52Β· ἄλλοσε πολλαχόσε, εἰς πολλὰ ἄλλα μέρη· ὁ αὐτ. Φαίδων 113Β· ποῖ ἄλλοσε; πρὸς ποῖον ἄλλο μέρος; ὁ αὐτ. Μενέξ. 241Ε· ἄλλοσέ ποι, εἰς ἄλλο τι μέρος, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 202Ε: ― συχνάκις καὶ μὲ γεν., ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας, εἰς κανὲν ἄλλο μέρος τῆς Σικελίας, Θουκ. 7. 51· ἄλλοσε τοῦ σώματος, Πλάτ. Νόμ. 841Β: ― ἐν τῇ φράσει ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ, Πλάτ. Κρίτ. 45Β, δὲν εἶναι = τῷ ἀλλαχοῦ, ἀλλ’ ἐτέθη ἀντ’ αὐτοῦ καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ὅποι.