ἀποφράγνυμι
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
(better ἀποφορτ-φάργ-),
A fence off, block, τὰς ὁδοὺς ἀπεφάργνυσαν Th.7.74: metaph., ἀποφάργνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα S.Ant.241.
German (Pape)
[Seite 335] (s. φράγνυμι), verzäunen, verstopfen, Thuc. 7, 74; εὖ γε στοχάζει κἀποφράγνυσαι κύκλῳ τὸ πρᾶγμα, du verzäunst dich, schützest dich rings (dich von der That absondernd) gegen die That, wälzest die Schuld von dir, Soph. Ant. 241, s. ἀποφράττω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφράγνῡμι: ἢ -ύω, ἀποφράττω διὰ φραγμοῦ, ἀποχωρίζω, ἀποκλείω, τὰς ὁδοὺς ἀπεφράγνυσαν Θουκ. 7.74: μεταφ., ἀποφράγνυσαι (ὁ Δινδ. ἀποφάργνυσαι) κύκλῳ τὸ πρᾶγμα, «ἀσφαλίζῃ» (Σχόλ.) Σοφ. Ἀντ. 241: πρβλ. ἀποφράσσω.