καλιά
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Ion. καλ-ιή, ἡ,
A wooden dwelling, hut, Hes.Op.374, 503, Call. Fr.131; esp. barn, granary, Hes.Op.301, 307; bird's nest, Theoc. 29.12, Ps.-Phoc.84, A.R.1.170, 4.1095, Luc.Syr.D.29, Anacreont. 25.7; lair, ὕστριχος Call.Dian.96; shrine or grotto, containing the image of a god, AP6.253 (Crin.), IG12(2).484.15 (Mytil.). Cf. καλιός. [ῑ in Hes., etc.; ῐ in Theoc. and Ps.-Phoc.]
German (Pape)
[Seite 1308] ἡ, ion. καλιή (von κᾶλον mit veränderter Quantität des α, vgl. καλιός), hölzerne Wohnung, Hütte, VLL.; Scheune, Hes. O. 299. 372; Ap. Rh. 1, 170 u. Schol. dazu; Grotte oder Kapelle des Pan, Crinag. 7 (VI, 253). Bei Hesych. ξύλινά τινα περιέχοντα ἀγάλματα εἰδώλων. Bei Ap. Rh. 4, 1095 Kerker; Vogelkäfig Poll. 10, 160. – Gew. das Nest der Vögel; Theocr. 29, 12; Phocyl. 79; χελιδόνος Anacr. 25, 3; Luc. Dea Syr. 29 u. oft. [Das ι ist nur bei Theocr. u. Phocyl. kurz, in den anderen Dichterstellen lang.]
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλιά: Ἰων. καλιή, ἡ, ξυλίνη κατοικία, καλύβη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372, 501, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 170, Δ. 1095· ἰδίως ἀποθήκη, σιτοβολών, Ἠσυχ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 299, 305· φωλεὰ πτηνοῦ, Θεόκρ. 29. 12, Ψευδο-Φωκυλ. 79, Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 29, κτλ.· - ὡσαύτως, ξύλινος σηκὸς περιέχων ἄγαλμα θεοῦ, ἢ σπήλαιον, Πανός… καλιή Ἀνθ. Π. 6. 253. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλιαί· νοσσιαὶ ἐκ ξύλων. καὶ ξύλινά τινα περιέχοντα ἀγαλμάτια εἰδώλων. δηλοῖ δὲ καὶ σκηνὴν (ἤ) οἰκίαν». Πρβλ. καλιός. ῑ παρ’ Ἡσ., κλ.· ἀλλὰ ῐ παρὰ Θεοκρ. καὶ Ψευδο-Φωκυλ..