ἀτάομαι
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
[ᾱτ], Pass., (ἄτη)
A suffer, be in distress, in Trag. always in pres. part. ἀτώμενος S.Aj.384, Ant.17,314, E.Supp.182, exc. ἀτώμεσθα S.Aj.269; ἀτασθῶσιν is dub. in Hes.Cat.Oxy.1358Fr.2.13. II as law-term, αἴ τις ἀταθείη the injured party, Leg.Gort.4.29; but ὁ ἀταμένος the loser in a suit, ib.10.21; ἀϝατᾶται suffers a penalty, IG 5(1).1155 (Gythium):—Act., ἀτάω, aor. subj. 3sg. ἀτάσῃ dub. in Leg.Gort.6.23,43.
German (Pape)
[Seite 383] praes. pass., Schaden leiden, unglücklich sein, Soph. Ai. 622; Eur. Suppl. 194; Ggstz σεσωσμένος Soph. Ant. 314.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάομαι: [ᾱτ], παθ. (ἄτη) μεγάλως ὑποφέρω, εὑρίσκομαι ἐν μεγάλη στενοχωρία, ἀείποτε κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, ἀτώμενος Σοφ. Αἴ. 384. Ἀντ. 17, 314, Εὐρ. Ἱκ. 182· ἡμεῖς ἄρ’ οὐ νοσοῦντες ἀτώμεσθα νῦν, ἀφοῦ λοιπὸν παρῆλθε τὸ κακὸν, πάσχομεν ἡμεῖς τώρα, Σοφ. Αἴ. 269, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. Ἐν τῇ Ἐπιγρ. Γόρτυν. Κρήτης (IV29) προφανῶς ἡ λέξις σημαίνει, ἀποτίνω ζημίαν, τιμήματι περιπίπτω, νικῶμαι (ἐν δικαστηρίῳ), αἱ δὲ τις ἀταθείη, ἀποδάτταθθαι τῶι ἀταμένωι, αἷ ἔγρατται. Ἐν Χ21 τὸ ἀταμένος εἶναι παράλληλον τῷ νενικαμένος. Ἴδε Κομπαρέττην σ. 183· Ins. Jurid. Gr., σ. 436· Roberts σ. 334.