δίειμι
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
serving as fut. to διέρχομαι, impf. διῄειν: fut.
A διείσομαι Nic. Th.494, 837, cf. Hsch.:—go to and fro, roam about, Ar.Ach.845; of a report, spread, λόγος διῄει Plu.Ant.56. 2 pass through. δι' αὐτῶν μέσων Th.3.21; get through, escape, διὰ τῶν πόρων Arist.Cael. 307b13; ἔξω Thphr.CP5.9.12: abs., Arist.Ph.204a4. 3 pass, ἡμέρα χειμέριος δίεισιν Thphr.Sign.46; proceed, of a play, Ar.Ra.920. II c. acc., go through, traverse, Id.Av.1392: c. acc. cogn., δ. τὸν θεῖον δρόμον Pl.Ax.370e. b go through a subject in speaking or writing, narrate, describe, discuss, Id.Cri.47c; δ. τῷ λόγῳ Id.Grg.505e, cf. Nic. Il. cc., Luc.Icar.3.
German (Pape)
[Seite 617] (s. εἰμί) fortwährend sein, VLL.; sonst nur διέσει σκοπούμενος Xen. Mem. 2, 1, 24, wo man διοίσει ändern will. (s. εἶμι), 1) hindurchgehen; τὸν δρόμον Plat. Ax. 370 e; δι' αὐτῶν μέσων Thuc. 4, 78; absolut, Ar. Ach. 845, d. i. vorübergehen. – 2) dah. = in Rede u. Schrift durchgehen, genau erzählen; πάντα Plat. Crit. 47 c; τῷ λόγῳ, ὡς Gorg. 505 e u. öfter; τὸν ἀέρα Ar. Av. 1392, wie Sp.; ἕκαστα διείσομαι Nic. Th. 494. 837; τοιαῦτα περί τινος, Phi ostr.
Greek (Liddell-Scott)
δίειμι: χρησιμεῦον ὡς μέλλ. τοῦ διέρχομαι, παρατ. διῇα καὶ διῄειν· μέλλ. διείσομαι Νίκ. Θ. 494, 837, πρβλ. Ἡσύχ.·- ὑπάγω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· ἐπὶ φήμης, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, λόγος διῄει Πλούτ. Ἀντ. 56. 2) διέρχομαι διὰ μέσου, ἐκφεύγω, διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 14˙ ἔξω Θεόφρ. Αἰτ. Φυσ. 5. 9, 12. 3) μετ’ αἰτ., διέρχομαι, «περνῶ», τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 14, κτλ.˙ ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δ. τὸν θεῖον δρόμον Πλάτ. Ἀξ. 370Ε. β) διέρχομαι ὑπόθεσίν τινα ὁμιλῶν ἢ γράφων, διηγοῦμαι, περιγράφω, συζητῶ, ἐξετάζω, ὁ αὐτ. Κρίτωνι 47C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1392˙ ὡσαύτως, δ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Γοργ. 506Α. - Πρβλ. διέξειμι.