κολάζω
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
fut.
A κολάσω And.1.136, Lys.31.29, X.Cyr.7.5.8, Pl.Lg. 714d, etc.: aor. ἐκόλασα Ar.V.927, Th.3.40:—Med., fut. κολάσομαι Theopomp.Com.27, X.HG1.7.19; twice contr. in Ar., 2sg. κολᾷ Eq.456, part. κολωμένους V.244: aor. ἐκολασάμην Th.6.78, Pl.Mx. 240d:—Pass., fut. -ασθήσομαι Th.2.87, etc.: aor. ἐκολάσθην Id.7.68: pf. κεκόλασμαι Antipho 3.4.8, D.20.139:—check, chastise, τὰς ἐπιθυμίας Pl.Grg.491e; τὸ πλεονάζον Plu.2.663e, etc.; τὴν ἀμετρίαν Gal.6.29:—Pass., to be corrected, τὸ ἐν μέλιτι χολῶδες -άζεται Hp. Acut.59, cf. X.Oec.20.12: pf. part. Pass., chastened, εὐπειθὲς καὶ κεκολ. Arist.EN1119b12; δίαιτα Luc.Herm.86; ῥήτωρ κεκ. Poll.6.149; ἰσχὺς κ. ἐς ῥυθμούς Philostr.VS1.17.3; also of an athlete, ἀπέριττος τὰ μυώδη καὶ μὴ κεκ. Id.Gym.31. 2 chastise, punish, τινα E.Ba.1322, Ar.Nu.7, etc.; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους use your proud words in reproving them, S.Aj.1108: c. dat. modi, λόγοις κ. τινά ib.1160; θανάτῳ E.Hel.1172, Lys.28.3; πληγαῖς, τιμωρίαις, Pl. Lg.784d, Isoc.1.50; ἀτιμίαις Pl.Plt.309a:—Med., get a person punished, Ar.V.406, Pl.Prt.324c, v.l. X.Cyr.1.2.7:—Pass., to be punished, etc., Antipho 3.3.7, X.Cyr.5.2.1, etc.; of divine retribution, Plu.2.566e; suffer injury, Ael.NA3.24. 3 of a drastic method of checking the growth of the almond-tree, Thphr.HP2.7.6:—Pass., Id.CP1.18.9; cf. κόλασις 1. 4 Pass. c. gen., to be badly in need of, PFay.120.5 (i/ii A.D.), cf. 115.19 (ii A.D.), BGU249.4 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1472] fut. gew. κολάσομαι; eines Wortspiels wegen Ar. Equ. 456 γάστριζε καὶ τοῖς ἐντέροις καὶ τοῖς κόλοις, χὤπως κολᾷ τὸν ἄνδρα; Vesp. 244 ὡς κολωμένους ὧν ήδίκησεν; selten act. κολάσω, Xen. Cyr. 7, 5, 83, Ath. 1, 9 (von κόλος, κολοβός); – eigtl. verstümmeln, beschneiden, abhauen, τὰ δένδρα Theophr., das überflüssige Holz wegnehmen; ähnlich τὸ ἀνοιδαῖνον, zurückdrücken, Poll. 4, 180. – Gew. übertr., jedes Uebermaaß hindern, in Zucht u. Schranken halten, bändigen, mäßigen; τὸ πάθος Plut. Artax. 23; τὸ πλεονάζον Conv. 4, 1, 3; τὴν ἄλλην δίαιταν οὐχ' οὕτω κεκολασμένην οὐδ' ὑπεύθυνον τοῖς νέοις παρεἰχον Lyc. 22; ῥήτωρ κεκολασμένος, ein einfacher R., Poll. 6, 149; – tadeln, züchtigen, strafen, und zwar nach Arist. rhet. 1, 10 zur Besserung des Bestraften; λόγοις κολάζειν Soph. Ai. 1139; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους 1087, strafe sie für die stolzen Worte; ὡς κολάζω τὸν ἀδικοῦντά σε Eur. Bacch. 1323; θανάτῳ τοὺς κακούς Hel. 1188, öfter; ὅτ' οὐδὲ κολάσ' ἔξεστί μοι τοὺς οἰκέτας Ar. Nubb. 7; πληγαῖς Plat. Legg. VI, 784 c; Folgde; pass., κολάζομαι ἐν ταῖς ἀδικίαις Thuc. 8, 40. – Auch im med., = act., Ar. Vesp. 405, wie Plat. Prot. 324 c; Arist. H. A. 6, 17.
Greek (Liddell-Scott)
κολάζω: μέλλ. κολάσω, Ἀνδοκ. 17. 44, Λυσ. 189. 31, Ξεν., Πλάτ. κτλ., ἴδε Veitch Gr. Verbs ἐν λέξ.: ἀόρ. ἐκόλασα, Ἀριστοφ., Θουκ. ― Μέσ., μέλλ. κολάσομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσι» 5, Ξεν.· συνῃρ. β΄ ἑνικ. κολᾷ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 456· μετοχ. κολωμένους ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 244: ἀόρ. ἐκολασάμην, Θουκ. 6. 78, Πλάτ. Μενέξ. 240D. ― Παθ., μέλλ. -ασθήσομαι Θουκ. 2. 87, κτλ.: ἐκολάσθην ὁ αὐτ.: πρκμ. κεκόλασμαι Ἀντιφῶν 124. 44, Δημ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ κόλος, συγγεν. τῷ κολούω καὶ ἑπομένως), Κυρίως, κολοβώνω, περικόπτω, κλαδεύω, τὰ δένδρα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 180·― ἐντεῦθεν, ὡς τὸ Λατ. castigare, περιορίζω, ἀναχαιτίζω, τιμωρῶ, τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 491Ε· τὸ πλεονάζον Πλούτ. 2. 663Ε, κτλ.· τὸ ὑπερβάλλον Γαλην.··― μετριάζω, διορθώνω, ὡς τὰ ὀξέα διορθώνουσι τὴν χολικὴν τάσιν τοῦ μέλιτος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20, 12··― ἐντεῦθεν κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ., περιωρισμένος, εὐπειθὲς καὶ κεκολ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 8· δίαιτα Λουκ. Ἑρμότ. 86, κτλ.· ῥήτωρ κεκ. Πολυδ. Ϛ΄, 149. 2) παρὰ ποιηταῖς, κολάζω, διορθώνω, τιμωρῶ, τινὰ Εὐρ. Βάκχ. 1323, Ἀριστοφ. Νεφ. 7, κτλ.· τὰ σέμν’ ἔπη κόλαζ’ ἐκείνους, ἔνθα τὸ κόλαζε = λέγε κολάζων, μεταχειρίζου τοὺς ὑπερηφάνους λόγους σου, ὅπως ἐλέγχῃς ἐκείνους, Σοφ. Αἴ. 1108· ― μετὰ δοτ. τρόπου, λόγοις κ. τινὰ αὐτόθι 1160· θανάτῳ Εὐρ. Ἑλ. 1172, Λυσ. 179· 35· πληγαῖς, τιμωρίαις Πλάτ. Νόμ. 784D, Ἰσοκρ. 13Α· ἀτιμίαις Πλάτ. Πολιτικ. 309D. ― Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ τιμωρηθῇ τις, Ἀριστοφ. Σφ. 406, Πλάτ. Πρωτ. 324C, διάφ. γραφ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 7. ― Παθ., τιμωροῦμαι, κτλ., Ἀντιφῶν 123. 16, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 1, Πλάτ., κτλ.· ― πάσχω βλάβην, βλάπτομαι, Αἰλ. π. Ζ. 3. 24. ― Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ κολάζω καὶ τιμωρέομαι ὁρίζεται παρὰ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 10, 17 ὡς ἑξῆς: ὅτι τὸ μὲν πρῶτον ἀποβλέπει τὴν τιμωρίαν τοῦ ἀδικήσαντος, τὸ δὲ δεύτερον τὴν ἱκανοποίησιν τοῦ ἀδικηθέντος.