ἐπίδοξος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ον,
A likely, of persons, ἐ. γενέσθαι ἐπιεικεῖς likely to turn out well, Pl.Tht.143d; ἐ. τοῦτο πείσεσθαι in danger of suffering... Hdt.6.12; ἐ. ὢν πάσχειν Antipho 2.1.5, cf. 2.4.9; ἐ. ὢν τυχεῖν being expected to gain... Isoc.6.8; τοὺς ἐ. γενήσεσθαι πονηρούς Id.20.12; ἐπιδοξοτέρου ὄντος (sc. αἱρεθῆναι) App.BC1.32: sts. c. fut. part., ἐ. ἦσαν ἐμβαλοῦντες Plu.Agis13; of things, ἐ. ἡ ἀπόστασις παρασχίδων ὀστέων ἀπιέναι Hp.Fract.24; ἐ. γενέσθαι Hdt.1.89; πρὸς οὓς ἐ. [ἐστι] πολεμεῖν Arist.Rh.1359b39: abs., ὅσα . . κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν (-λαμβάνει codd.) Hdt.4.11. II. of repute, glorious, κῦδος Pi.N.9.46; and in late Prose, as LXX Si.3.18, D.S.13.83, Plu.2.239d, etc. Adv. -ξως LXX 1 Es.9.45, IG12(7).117, 288 (Amorgos), Artem.2.30.
German (Pape)
[Seite 939] 1) von dem man Etwas meint, erwartet, im guten u. schlimmen Sinne, ἐπίδοξοι τωὐτὸ τοῦτο πείσεσθαι Her. 6, 12, man befürchtet, daß ihnen dasselbe widerfahren werde, wie ἐπίδ. ὢν ἔτι μείζονα πάσχειν Antiph. 2 α 5; ἡ δυσπραγία ἐπίδ. μεταβάλλειν δ 9; oft bei Isocr., οἱ ἐπίδ. γενήσεσθαι πονηροί 20, 12; auch c. inf. aor., τίνες τῶν νέων ἐπίδ. γενέσθαι ἐπιεικεῖς, von welchen Jünglingen läßt sich erwarten, daß sie, Plat. Theaet. 143 d, wie Isocr. 6, 8; vgl. Lob. zu Phryn. p. 132 ff.; c. partic., Αἰτωλοὶ ἦσαν ἐπίδ. ἐμβαλοῦντες εἰς Πελοπόννησον Plut. Agis 13; ohne Zusatz, ἐκείνῳ μὲν οὐδὲν ἀντεῖπε καίπερ ἐπίδοξος ὢν ὑπ' ὀργῆς, sc. ἀντειπεῖν, Arat. 50; vgl. App. B. Civ. 1, 32. Auch von Sachen, τάδε ἐξ αὐτέων ἐπίδοξα γενέσθαι, es stand zu erwarten, daß dies geschehe, Her. 1, 89, vgl. 4, 11; Lycurg. 3, 4. – 2) in Ansehen stehend, berühmt, κῦδος Pind. N. 9, 46, häufiger bei Sp.; vgl. Lob. a. a. O. – Adv. ruhmvoll, Artemid. 2, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδοξος: -ον, (δόξα) ἐπὶ προσώπων, ὃν προσδοκᾷ τις νὰ πράξῃ τι, ἢ ὁ πιθανῶς μέλλων νὰ εἶναι τοιοῦτος ἢ τοιοῦτος, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. Ἀγμ. 766· ἐπ. γενέσθαι ἐπιεικεῖς, οἵτινες εἶναι πιθανὸν ὅτι θὰ ἀποδειχθῶσι καλοὶ ἄνθρωποι, Πλάτ. Θεαίτ. 143D· πολλοὶ ἐπίδοξοι τωὐτὸ τοῦτο πείσεσθαι, πιθανὸν πολλοὶ νὰ πάθωσι τὸ αὐτὸ τοῦτο πρᾶγμα, Ἡρόδ. 6. 12· ἐπ. ὢν πάσχειν, προσδόκιμος, Ἀντιφῶν 115. 22, πρβλ. 120. 13· αὐτὸς δ’ ἐπίδοξος ὢν τυχεῖν τῆς τιμῆς ταύτης, ἐγὼ προσδοκῶν νὰ τύχω τῆς τιμῆς ταύτης, Ἰσοκρ. 117Ε· ἐπ. γενήσεσθαι πονηρὸς Ἰσοκρ. 397D· ἐπιδοξοτέρου ὄντος (ἐξυπ. αἱρεθῆναι) Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 32· ἐνίοτε μετὰ μετοχ. μέλλ., ἐπ. ἦσαν ἐμβαλοῦντες Πλουτ. Ἆγις 13. 2) ἐπὶ πραγμάτων, πιθανόν, μετ’ ἀπαρ., ἐπ. γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 89· πρὸς οὓς ἐπ. ἐστι πολεμεῖν Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9:- ἀπολ., ὅσα... κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνει, προσδόκιμα, ἃ ἠδύνατο νὰ περιμένῃ τις, Ἡρόδ. 4. 11.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίδοξα· προσδοκώμενα»· «ἐπίδοξος· προσδόκιμος». ΙΙ. ἐπὶ φήμης, ἐπίσημος, ἔνδοξος, Πίνδ. Ν. 9. 110, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς π.χ. Διοδ. 13. 83, Πλούτ. 2. 239D, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 132 κἑξ.:- οὕτως ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Α΄ Ἔσδρ. Θ΄, 45).