εὔληρα
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
ων, τά,
A reins, Il.23.481, Q.S.4.508, 9.156; Dor. αὔληρα Epich.178 (for ἀϝληρα, cf. ἀβληρά Hsch.):—hence εὐληρωσίων (εὐληροσιῶν cod.). πληγῶν, Id. (Cf. ταυληρόντα.)
German (Pape)
[Seite 1078] τά (von εἴλω, nach E. M. u. Schol. Il.), ep. = ἡνία, Zügel, Zaum, Il. 23, 481; Qu. Sm. 4, 508. 9, 156; dor. αὔληρα, Epicharm.
Greek (Liddell-Scott)
εὔληρα: -ων, τά, ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἀβεβαίου ἀρχῆς ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ἡνία, ἐν δ’ αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε Ἰλ. Ψ. 481, Κόïντ. Σμ. 4. 508., 9. 156· Δωρ. αὔληρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 393, καὶ ὡς διάφορος γραφ. ἐν Ἰλ., Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ εὐλή).