κύμινδις
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
[ῠ], ὁ (or ἡ, v. Sch.Il.14.291), gen. -ιδος Pl.Cra.392a:— name of a bird, ἥν τ' ἐν ὄρεσσι χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν Il.l.c., cf. Ar.Av.1181, Arist.HA615b6.
German (Pape)
[Seite 1530] ὁ, gen. -ιος od. κυμίνδιδος, Plat. Crat. 392 a, ein Vogel, den nach Hom. die Götter χαλκίς, die Menschen κύμινδις nennen, nach den Schol. eine Art dunkelfarbiger, in den Bergen sich aufhaltender Habicht, Nachthabicht; Ar. Av. 1181; bei Arist. H. A. 9, 12. 32 fem. S. χαλκίς.
Greek (Liddell-Scott)
κύμινδις: ῠ, ὁ, (ἢ ἡ, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 291), γεν. -διδος Πλάτ. Κρατ. 392Α· ― ὄνομα πτηνοῦ, ἥν τ’ ἐν ὄρεσσιν χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μνημονεύεται δὲ ὡς πτηνὸν ἁρπακτικόν, (ὄνυχας ἠγκυλωμένος) ὑπὸ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1180, 1· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5 περιγράφει τὸ πτηνὸν τοῦτο (ὡς καὶ ὁ Ὅμ.) ὡς συχνάζον τὰ ὄρη, «ἔστι δὲ μέλαν καὶ μέγεθος ὅσον ἱέραξ ὁ φασσοφόνος καλούμενος καὶ τὴν ἰδέαν μακρὸς καὶ λεπτός». Δὲν εἶναι εἰσέτι γνωστὸν τί πτηνὸν εἶναι.