πανώλεθρος

From LSJ
Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνώλεθρος Medium diacritics: πανώλεθρος Low diacritics: πανώλεθρος Capitals: ΠΑΝΩΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: panṓlethros Transliteration B: panōlethros Transliteration C: panolethros Beta Code: panw/leqros

English (LSJ)

ον, (ὄλεθρος)

   A utterly destroyed, π. ἐξαπόλλυται Hdt.6.37 (v.l. -θρως, found also Apollod.3.16.2); πανωλέθρους τὸ πᾶν . . ὀλέσθαι S.El.1009; π. πεσεῖν, γενέσθαι, A.Ch.934, Eu. 552 (lyr.); πόλιν πανώλεθρον ἐκθαμνίσαι Id.Th.71; γένος π. ἀναστρέψαι Ar.Av.1239; π. ξυναρπάσαι τινά S.Aj.839, etc.    2 in moral sense, utterly abandoned, τοῖς π. Ἀτρείδαις Id.Ph.322; ἡ π. μήτηρ E.El.86; οὔτε σὺν πανωλέθροισιν οὔτ' ἄνευ πανωλέθρων Ar.Lys. 1039.    II Act., all-destructive, ruinous, π. κακόν Hdt.6.85; ἐμβολαί A.Pers.562 (lyr.); θεός Id.Supp.414.

German (Pape)

[Seite 465] ganz verderbt, ganz zu Grunde gerichtet; μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε, Aesch. Spt. 70, vgl. 916 Ag. 521 Ch. 922; πανωλέθρους τὸ πᾶν ἡμᾶς τ' ὀλέσθαι, Soph. El. 997; καί σφας κακοὺς κάκιστα καὶ πανωλέθρους ξυναρπάσειαν, so daß ihr ganz und gar untergeht, Ai. 826; u. in moralischer Beziehung, verrucht, τοῖς πανωλέθροις 'Ατρείδαις, Phil. 322; vgl. Eur. El. 86 u. Ar. Lys. 1039; πανώλεθρος (v. l. πανωλέθρως) ἐξαπόλλυται, Her. 6, 37; Sp., wie Pol. 15, 20, 8 vrbdt τοὺς μὲν ἄρδην ἀναστάτους ἐποίησε καὶ πανωλέθρους. – Akt., ganz, sehr verderblich, ἐμβολαί, θεός, Aesch. Pers. 554 Suppl. 409, u. einzeln bei Sp., wie Lycophr. 165; so μὴ πανώλεθρον κακὸν ἐς τὴν χώρην ἐςβάλωσι, Her. 6, 85.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνώλεθρος: -ον, (ὄλεθρος) ὁ παντελῶς κατεστραμμένος, τελείως ἀπωλεσθείς, παν. ἐξαπόλλυται Ἡρόδ. 6. 37 (ἔνθα ὅμως τὰ πλεῖστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι τὸ ἐπίρρ. -θρως)· πανωλέθρους τὸ πᾶν... ὀλέσθαι Σοφ. Ἠλ. 1009· π. πίπτειν, γενέσθαι Αἰσχύλ. Χο. 934, Εὐμ. 552· πόλιν πανώλεθρον ἐκθαμνίζειν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 71· γένος π. ἀνατρέπειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1239· π. ξυναρπάζειν τινὰ Σοφ. Αἴ. 839, κτλ. 2) ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς σημασίας, ἐξωλέστατος, ἐπάρατος, Λατ. perditisimus, τοῖς πανωλέθροις ἔχεις ἔγκλημ’ Ἀτρείδαις, ὥστε θυμοῦσθαι παθών; ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 322· ἡ π. μήτηρ Εὐρ. Ἠλ. 86· οὔτε σὺν πανωλέθροισιν οὔτ’ ἄνευ πανωλέθρων Ἀριστοφ. Λυσ. 1039. ΙΙ. ἐνεργ., καταστρεπτικώτατος, π. κακὸν Ἡρόδ. 6. 85· ἐμβολαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 562· θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 414. ― Πρβλ. πανώλης.