νειόθεν
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
Ion. Adv. (cf. νέατος A)
A from the bottom, ἀνεστενάχιζε ν. ἐκ κραδίης he heaved a sigh from the bottom of his heart, Il.10.10; [ἐλάτην] ν. ἔλλαβε χερσίν A.R.1.1197: c. gen., Arat.234; ν. ἐξεμέσαι Cerc.4.55; [βλ]ύσε ν. Epic.in Arch.Pap.7.10:—also νειόθε, ν. δ' ἐξανέηκεν . . πηγήν Supp.Epigr.4.467.25 (Didyma, iii A.D.); in late Prose, ν. δρᾶν heartily, Luc.Peregr.7. Cf. νεόθεν 11.
German (Pape)
[Seite 236] ion. = νεόθεν, von unten her; ἀνεστενάχιζ' Ἀγαμέμνων νειόθεν ἐκ καρδίας, aus tiefstem Herzensgrunde, Il. 10, 10; auch Sp., wie Ap. Rh. 1, 1196; Luc. de Mort. Peregr. 7.
Greek (Liddell-Scott)
νειόθεν: Ἰων. ἀντὶ νεόθεν, Ἐπίρρ., (νέος) ἐκ τοῦ πυθμένος, ἐκ τοῦ βάθους, ἐκ βαθέων, νειόθεν ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε, ἐστέναζεν ἐκ βάθους τῆς καρδίας του, Ἰλ. Κ. 10· μετὰ γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1197, Ἄρατ. 233· ― μόνον παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ν. δρᾶν, ἐκ καρδίας, Λουκ. Περεγρ. 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
du fond de : νειόθεν ἐκ κραδίης IL du fond du cœur.
Étymologie: ion. c. νεόθεν.