λειριόεις

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειριόεις Medium diacritics: λειριόεις Low diacritics: λειριόεις Capitals: ΛΕΙΡΙΟΕΙΣ
Transliteration A: leirióeis Transliteration B: leirioeis Transliteration C: leirioeis Beta Code: leirio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, prop.

   A like a lily, but in Hom. only metaph., χρόα λειριόεντα lily skin, Il.13.830; of the cicadae, ὄπα λειριόεσσαν their delicate voice, 3.152; of the Muses' voice, Hes.Th.41; Ἑσπερίδες Q.S.2.418.    2 of the lily, κάρη Nic.Al.406.

German (Pape)

[Seite 26] εσσα, εν, von der Lilie, lilienartig (vgl. auch λειρός), χρὼς λειριόεις, die lilienweiße, zarte Haut, Il. 13, 830; übertr. von der Stimme der Cicaden, ὃψ λειριόεσσα, die zarte, liebliche Stimme, 3, 152, wie von der Stimme der Musen, Hes. Th. 41 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 903; Ἑσπερίδες Qu. Sm. 2, 418.

Greek (Liddell-Scott)

λειριόεις: εσσα, εν, (λείριον)˙― ὡς κρίνον, ὅμοιος κρίνῳ, ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., χρὼς λειριόεις, ἐπιδερμὶς ὁμοία πρὸς κρίνον, Ἰλ. Ν. 830˙ ἐπὶ τῶν τεττίγων, ὄψ λειριόεσσα, ἡ λεπτὴ αὐτῶν φωνή, Γ. 152˙ καὶ ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 41˙ Ἑσπερίδες Κόϊντ. Σμ. 2. 418. 2) τοῦ κρίνου, κάρη Νικ. Ἀλ. 406.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
blanc ou beau comme un lis ; qui a la douceur du lis.
Étymologie: λείριον.