σκέλος

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέλος Medium diacritics: σκέλος Low diacritics: σκέλος Capitals: ΣΚΕΛΟΣ
Transliteration A: skélos Transliteration B: skelos Transliteration C: skelos Beta Code: ske/los

English (LSJ)

εος, τό,

   A leg from the hip downwards, only once in Hom., πρυμνὸν σκέλος the ham or buttock, Il.16.314; κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σ. ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα Hdt.3.103, cf. 7.61,88; τὰ σκέλη τε καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας Pl.Phdr.254e, cf. Arist.HA494a4; of dancers, τὸ σ. ῥίψαντες, αἴρειν, Ar.Pax332, Ec.265; σ. οὐράνιον ἐκλακτίζων Id.V.1492, cf. 1526; οὐρανῷ σκέλη προφαίνων, of one thrown head foremost, S.El.753; βαδιοῦνται ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ἐφ' ἑνὸς πορεύσονται σκέλους, Pl.Smp.190d; ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος, ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν he with the legs, the strider, Ar. Pax 241 (but expld. by Sch. ἀπὸ τῶν διὰ δειλίαν ἀποτιλώντων, cf. Men. Per.18); dual, τὼ σκέλει Ar.Pax325,al., cf. Luc.Tim.26, Anach. 1; σκέλε (i.e. prob. σκέλει) δύο IG22.1388.24, cf. 1502.5; but σκέλη (pl.) δύο in Att. Inscrr. from 390 B.C., ib.1425.15, cf. 57, etc.; and so τὰ σ. Luc.Ind.9: sg., leg of sacrificial victim, IG12.190.32, al.,42(1).40.10 (Epid., v B.C.).    2 as a military phrase, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν, retreat with the face towards the enemy, retire leisurely, E.Ph.1400, Ar.Av.383; cf. πούς 1.6b.    3 κατὰ σκέλος βαδίζειν, of the lion and the camel, with the hind foot following the fore on the same side (not crosswise), Arist.HA498b7, cf. 629b14.    4 παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ it meets one across, i.e. crosses one's path, thwarts one, Arr.Epict.2.12.2 (v.l. π. μέλος).    II metaph., τὰ σ. the legs, i.e. the two long walls connecting Athens with Piraeus, Str.9.1.15, Plu.Cim.13; τὰ μακρὰ σ. D.S.13.107, Plu.Lys.14; of the long walls between Megara and Nisaea, τὰ Μεγαρικὰ σ. Ar.Lys.1170; between Corinth and Lechaeum, Str.8.6.22.    b side-wall of a temple, SIG 247 K1 iii 3, 11 (Delph., iv B.C.); of other structures, PPetr.3p.88 (iii B.C.), etc.    2 side-poles or frames of an engine, Orib.49.4.4.    3 tails of a surgical bandage, Heliod. ap. Orib.48.20.5; of the ends of the Persian head-dress, Plu.2.820d.    4 members of a sentence, Sch.rec.A.Th.94. (Written σχέλος IG11(2).161 B61 (Delos, iii B.C.).)

German (Pape)

[Seite 891] τό, der Schenkel; πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται, Il. 16, 314; τρέχω δὲ χερσίν, οὐ ποδωκίᾳ σκελῶν, Aesch. Eum. 37; οὐρανῷ σκέλη προφαί νων, Soph. El. 743; ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖ, Eur. Phoen. 1409, wie ἐπὶ πόδα; vgl. ἐπὶ σκέλος ἀνάγειν, Ar. Av. 383, sich mit dem Gesichte gegen den Feind zurückziehen; σκέλος ἀνατείνειν, ῥίπτειν, Lys. 799 Pax 332, αἴρειν τὼ σκέλη, 854; χωλὸς τὼ σκέλη, Thesm. 24; τῷ σκέλει θένε την πέτραν, Av. 54, vgl. Schol.; περὶ τὰ σκέλεα ἀναξυρίδας εἶχον, Her. 7, 61; κατὰ σκέλος βαδίζειν, vom Gange der Thiere, wie des Löwen und des Kameels, Arist. H. A. 2, 1, ὅτε οὐ προβαίνει τῷ ἀριστερῷ τὸ δεξιόν, ἀλλὰ ἐπακολουθεῖ, einen Fuß nach dem andern auf derselben Seite setzen, den Hinterfuß dem Vorderfuß auf derselben Seite nachsetzen, die Füße beim Gehen nicht über's Kreuz setzen; ἐφ' ἑνὸς σκέλους πορεύειν, Plat. Conv. 190 d, wie βαδιοῦνται ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ibid.; πόδες καὶ σκέλη, Phaed. 117 e; καὶ αὐχένες, Rep. VII, 514 a; ἐπεσκόπει τοὺς πόδας καὶ τὰ σκέλη, Phaed. 117 e; ἔχων περὶ τοῖς σκέλεσιν ἀναξυρίδας, Xen. Cyr. 8, 3, 13, u. öfter, wie Folgde; παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ, es kommt in die Quere, es geht wider Wunsch und Erwarten, Arr. Epict. 2, 12. – In Athen sind τὰ σκέλη die langen Mauern zwischen der Stadt und dem Peiräeus, Strab. 9, 1, 15, auch die Mauern von Megara, Ar. Lys. 1172.

Greek (Liddell-Scott)

σκέλος: -εος, τό, ἓν τῶν κάτω ἄκρων ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸ ἰσχίον συνδέσμου πρὸς τὰ κάτω, μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., πρυμνὸν σκέλος, ὁ γλουτός, Ἰλ. Π. 314· κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα Ἡρόδ. 3. 103, πρβλ. 7. 61, 88· τὰ σκέλη τε καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5· ἐπὶ ὀρχηστῶν, σκέλη ῥίπτειν, αἴρειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 332, Ἐκκλ. 295· σκ. οὐράνιον ἐκλακτίζειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1492, πρβλ. 1525· οὐρανῷ σκέλη προφαίνων, ἐπί τινος ῥιφθέντος κατακέφαλα, Σοφ. Ἠλ. 753· βαδίζειν ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ἐφ’ ἑνὸς σκέλους πορεύεσθαι Πλάτ. Συμπ. 190D· ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος, ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν, ὁ ἔχων τὰ σκέλη μεγάλα, ὁ μακρὰ βήματα ποιῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 241· ἐπὶ ἀνθρώπων συνήθως τὼ σκέλη, οὐχὶ τὰ σκέλη, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σ. 451· ἀλλὰ τὰ σκέλη Λουκ. πρ. Ἀπαίδευτ. 9, 2) ἐν στρατιωτικῇ φράσει, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν, ὑποχωρῶ ἔχων τὸ πρόσωπον πρὸς τὸν ἐχθρὸν ἐστραμμένον, ὑποχωρῶ ἡσύχως ἠρέμα, Λατ. pedetentim, Εὐρ. Φοίν. 1400, Ἀριστοφ. Ὄρν. 383· (ὡς τὸ ἐπὶ πόδα παρὰ Ξεν., πρβλ. ποὺς Ι. 6. β). 3) κατὰ σκέλος βαδίζειν, ἐπὶ τοῦ λέοντος καὶ τῆς καμήλου, βαδίζω κινῶν τὸν ὀπίσθιον πόδα μετὰ τὸν πρόσθιον κατὰ τὴν αὐτὴν πλευρὰν (καὶ οὐχὶ σταυροειδῶς ὡς τὰ πλεῖστα τῶν τετραπόδων), pedatim gradi Πλίν. 11. 105), Ἀριστοφ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 15., 9. 44, 3. 4) παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ συναντᾷ τινα, κόπτει τινὸς τὸν δρόμον, ἐναντιοῦται εἴς τινα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 2 (εἰ μὴ ἀναγνώσομεν π. μέλος). ΙΙ. μεταφορ., τὰ σκέλη, δηλ. τὰ δύο μακρὰ τείχη τὰ ἑνοῦντα τὰς Ἀθήνας μετὰ τοῦ Πειραιῶς, Στράβ. 395, Πλουτ. Κίμ. 13· τὰ μακρὰ σκέλη Διόδ. 13. 107, Πλούτ. Λύσ. 14· ἃ καλοῦσι brachia ὁ Λίβ. 31. 26, καὶ Προπέρτ. 3. 20, 23· ἴδε Wordsw. εἰς Ἀθήν. καὶ Ἀττ. κεφ. 24· ― ὡσαύτως, τὰ μακρὰ τείχη ἀπὸ Μεγάρων εἰς Νίσαιαν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1170, πρβλ. Θουκ. 4. 109· τὰ μεταξὺ Κορίνθου καὶ Λεχαίου, Στράβ. 380. 2) τὰ πλάγια ξύλα ἢ ὑποστηρίγματα μηχανῆς, Ὀρειβάσ. 122 Μai. 3) μέρος χειρουργικοῦ ἐπιδέσμου, αὐτόθι 92. 4) τὰ μέρη περιόδου, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 94.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
jambe de l’homme et des animaux ; τὰ μακρὰ σκέλη ou simpl. τὰ σκέλη les Longs Murs entre Athènes et le Pirée ; τὰ σκέλη les Murs entre Mégare et Nisæa.
Étymologie: R. Σκελ, être desséché, d’où être sec et allongé ; cf. σκέλλω.