μελέδημα
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ατος, τό, (μελεδαίνω)
A care, anxiety, Hom. always in pl., μελεδήματα πατρός anxieties about his father, Od.15.8; of sleep, λύων μ. θυμοῦ Il.23.62; μελεδήματα θεῶν the care of the gods [for men], E.Hipp.1103 (lyr.). II object of care, Χαρίτων Ibyc.5; ἐμοὶ μ. ἰσχάς Alex.162.15 (anap.); Μοισάων Epigr.Gr.238 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 121] τό, 1) die Sorge, Bekümmerniß, Hom. im plur., ἀνὴρ ἔχων μελεδήματα θυμῷ, Od. 4, 650, öfter, μελεδήματα πατρός, Sorge um den Vater, 15, 8. Der Schlaf heißt λύων μελεδήματα θυμοῦ, Il. 23, 62; μελ. θεῶν, Eur. Hipp. 1103, die Fürsorge der Götter. – 2) der Gegenstand, um den man sorgt, der Einem am Herzen liegt, Χαρίτων, Ibyc. 4 bei Ath. XIII, 564 e.
Greek (Liddell-Scott)
μελέδημα: τό, (μελεδαίνω), φροντίς, μέριμνα, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε ἔχει τὸν πληθ. μελεδήματα πατρός, ἀνησυχίαι, φροντίδες περὶ τοῦ πατρός, Ὀδ. Ο. 8· ἐπὶ τοῦ ὕπνου, λύων μελεδήματα θυμοῦ Ἰλ. Ψ. 62· πρβλ. λυσιμελής· - μελεδήματα θεῶν, αἱ μέριμναι τῶν θεῶν [περὶ τῶν ἀνθρώπων], Εὐρ. Ἱππ. 1102. ΙΙ. τὸ περὶ οὗ μεριμνᾷ τις, μέλημα, Ἴβυκ. 4· τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ μελέδημ’ ἰσχάς, Φρυγίας εὑρήματα συκῆς Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 15· πρβλ. μέλημα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
inquiétude, souci, soin ; μελεδήματα θεῶν EUR sollicitude des dieux (pour les hommes).
Étymologie: μελεδαίνω.