προτέρω

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτέρω Medium diacritics: προτέρω Low diacritics: προτέρω Capitals: ΠΡΟΤΕΡΩ
Transliteration A: protérō Transliteration B: proterō Transliteration C: protero Beta Code: prote/rw

English (LSJ)

Adv.

   A further, forwards, ἴθυσαν δὲ πολὺ π. Il.4.507; τὼ δὲ βάτην π. 9.192; ἀλλ' ἕπεο π. 18.387; μερμήριξε δ' . . ἢ π . . . διώκοι 5.672; μαίεσθαι π. Od.14.356; ἔτι π. Il.23.526, Od.5.417; καί νύ κε δὴ π. ἔτ' ἔρις γένετ' the quarrel would have gone further, Il.23.490; ἦ πῄ με π. ἄξεις; wilt thou carry me further away? 3.400; ἔτ' οὐ π. no further, no more, A.R.1.919: c. gen. loci, D.P.923.    II of Time, sooner, Call.Dian.72.

German (Pape)

[Seite 792] adv. von πρότερος, od. unmittelbar von πρό, wie ἀπωτέρω von ἀπό gebildet, weiter vor, vorwärts, weiterhin; ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω, Il. 4, 507; διώκειν, 5, 672; ἄγειν, u. sonst bei Ver- bis der Bewegung; auch πῆ με προτέρω πολίων ἄξεις, 3, 400; ἔρις προτέρω γένετο, der Streit ging weiter, wurde heftiger, 23, 490; u. sp. D., ἔτι προτέρω τετιημένοι ἰσχανόωντο Ap. Rh. 2, 864, τῶν μὲν ἔτ' οὐ προτέρω μυθήσομαι 1, 919. – Auch von der Zeit, früher, vormals, Callim. Dian. 72.

Greek (Liddell-Scott)

προτέρω: Ἐπίρρ. (ἐκ τῆς προθ. πρό, ὡς τὸ ἀπωτέρω ἐκ τῆς ἀπό), προσωτέρω, παραπέρα, παρεμπρός, περαιτέρω, ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω Ἰλ. Δ. 507· τὼ δὲ βάτην πρ. Ι. 192· ἀλλ’ ἕπεο πρ. Σ. 387· μερμήριξε δ’... ἢ προτέρω διώκοι Ε. 672· μαίεσθαι πρ. Ὀδ. Ξ. 356· ἔτι πρ. Ἰλ. Ψ. 528, Ὀδ. Ε. 417· καὶ νύ κε δὴ προτέρω ἔτ’ ἔρις γένετ’, ἡ ἔρις θὰ ἔβαινε περαιτέρω, Ἰλ. Ψ. 490· ἦ με προτέρω ἄξεις; Γ.400· οὐ πρ., οὐχὶ περαιτέρω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 919· - μετὰ γεν. τόπου, Διον. Π. 923. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτέρω· εἰς τοὔμπροσθεν», (πρβλ. Ὀδ. Ι. 64). ΙΙ ἐπὶ χρόνου, σὺ δὲ προτέρω περ, ἔτι τριέτηρος ἐοῦσα Καλλ. εἰς Ἄρτ. 72. 2) = πρότερον, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec idée de lieu plus en avant.
Étymologie: πρότερος.