μάτρως
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
μᾱτρωσμός, Dor. for μητρ-.
Greek (Liddell-Scott)
μάτρως: ματρῳσμός, Δωρ. ἀντὶ μήτρως, μητρῳσμός.
English (Slater)
μᾱτρως (-ως, -ωος, -ωι, -ῳ; -ωες, -ώων.)
1relative on the mother's side.
a mother's father μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν Opous (O. 9.63)
b mother's brother, uncle εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν (N. 4.80) καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα (Mingarelli, et Σ̆γρ ut vid.: Πυθέας codd., Wil., sed cf. (I. 6.62)) (N. 5.43) ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (Er. Schmid: μάτρωες codd.: i. e. the sons of Lampon and their uncle Euthymenes) (I. 6.62) dub., μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος (I. 7.24)
c ancestor on the mother's side εἰ δ' ἐτύμως ὑπὸ Κυλλάνας ὄρος, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες ἐδώρησαν (O. 6.77) ἕπεται δὲ (ἐπέβα δὲ coni. Wil.), Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμά (N. 10.37) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (N. 11.37)] ματρω [Πα. 7C. b. 2.