κυανάμπυξ
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ῠκος, ὁ, ἡ,
A with dark ἄμπυξ, Θήβα Id.Fr.29.3; Δᾶλος Theoc.17.67; μίτρη Nonn.D.6.114.
German (Pape)
[Seite 1521] υκος, mit dunkelm Umkreise; Θήβα, Pind. frg. 5; Δῆλος, Theocr. 17, 67; μίτρα, Nonn. D. 6, 114.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων κυανόχρουν ἄμπυκα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 5. 3˙ Δῆλος Θεόκρ. 17. 67˙ μίτρα Νόνν. Δ. 6. 114.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ, ἡ)
à la circonférence d’un bleu sombre.
Étymologie: κύανος, ἄμπυξ.
English (Slater)
κῠᾰνάμπυξ
1with dark-blue headband τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3.