πέντε
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
Aeol. πέμπε (q.v.), οἱ, αἱ, τά, indecl. (declined in Aeol.),
A five, Il.10.317, etc. ; τὰ πέντε κρατήσας having won the πένταθλον, Simon.155.11. (I.-E. penq[uglide]e, cf. Skt. páñca, Lith. penki, etc. 'five'.)
German (Pape)
[Seite 557] οἱ, αἱ, τά, indecl., fünf, Hom. u. Folgde überall; äol. πέμπε. – In den Zusammensetzungen erkl. die Alten die Formen mit πεντε- für besser attisch als die mit πεντα-, vgl. Lob. Phryn. 413.
Greek (Liddell-Scott)
πέντε: Αἰολ. πέμπε, οἱ, αἱ, τά, ἄκλ. ἀριθμ., Ὅμ. κλ.· τὰ πέντε κρατεῖν, δηλ. τὸ πένταθλον, Σιμωνίδ. 158. Ἐν συνθέσει ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος εἶναι πέντε-, ὅπερ ὅμως σχεδὸν πανταχοῦ μετεβλήθη ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ μεταγεν. πεντα-, Piers. εἰς Μοῖριν 321, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 413, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 755 (759). (Ὁ ἐξ ἀρχῆς Ἑλλην. τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ Αἰολ. πέμπε, ὅθεν πέμπτος, πεμπάς, πεμπάζω· πρβλ. Σανσκρ. καὶ Ζενδ. pank-an· Λατ. quinqu-e, quin(c)-tus, (πρβλ. ἵππος eq-uus, ἕπομαι seq-uor)· Λιθ. penk-i, penk-tas (quint-us)· Γοτθ. καὶ Ἀρχ. Γερμ. fimf· Ἀγγλο-Σαξον. fif, κτλ.)
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
cinq.
Étymologie: cf. lat. quinque, cf. πέπτω
English (Autenrieth)
five.
English (Slater)
πέντε
1five ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν (P. 4.130) πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι (P. 7.13)