ἀντιτείνω

From LSJ
Revision as of 13:56, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιτείνω Medium diacritics: ἀντιτείνω Low diacritics: αντιτείνω Capitals: ΑΝΤΙΤΕΙΝΩ
Transliteration A: antiteínō Transliteration B: antiteinō Transliteration C: antiteino Beta Code: a)ntitei/nw

English (LSJ)

fut.

   A -τενῶ Pl.R.604a (v.l.):—stretch, strain back, εἰς τοὔπισθεν τὰ σπαπτία Arist.Pr.888a20; τὰς ἡνίας Plu.2.13d.    2 stretch out or offer in return, νήπἰ ἀντὶ νηπίων E.Med.891.    II intr., act or strive against, resist, ἐπιβουλίᾳ Pi.N.4.37; τινί Hdt.7.161, Pl.R.547b, etc.; παντὶ λόγῳ Id.Phd.91c; πρός τι Phdr.256a, Arist. EN1126b15 (πρός = with respect to): abs., Hdt.7.219, S.Ant.714, etc.; οὐκ ἀντέτεινον, ἀλλ' εἶκον Hdt.8.3; ὑπείκει καὶ οὐκ ἀ. Pl.Lg.727d; δύο ἄνδρες ἀντιτείνοντες pulling one against the other, Hp.Fract.15.    2 of countries and places, lie over against, τινι Plu.Them.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτείνω: μέλλ. -τενῶ (Πλάτ. Πολ. 604Α): - τείνω, τεντώνω πρὸς τὸ ἐναντίον μέρος, εἰς τοὔπισθεν τὰ σπαρτία Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 5· τὰς ἡνίας Πλούτ. 2. 13D. 2) ἐκτείνωπροσφέρω ἐν τῷ μέρει, ἀντιπληρώνω, τι ἀντί τινος Εὐρ. Μήδ. 891. ΙΙ. ἀντενεργῶ, ἀνθίσταμαι, ἐπιβουλίᾳ Πινδ. Ν. 4. 60· τινὶ Ἡρόδ. 7. 161, Πλάτ., κτλ.· ἀντ. παντὶ λόγῳ Πλάτ. Φαίδων 91C· πρός τι ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 256Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 2: - ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 219, Σοφ. Ἀντ. 714, κτλ.· οὐκ ἀντέτεινον, ἀλλ’ εἶκον Ἡρόδ. 8. 3· ὑπείκει καὶ οὐκ ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 727D· δύο ἄνδρες ὁ μὲν ἔνθεν ὁ δὲ ἔνθεν ἀντιτείνοντες Ἱπποκρ. 762Ε, πρβλ. ἀντίτασις. 2) ἐπὶ χωρῶν καὶ τόπων, κεῖμαι ἀπέναντι, τινὶ Πλουτ. Θεμιστ. 8.

French (Bailly abrégé)

I. tr. tendre en sens contraire ; offrir en retour ; fig. opposer ; p. ext. tirer fortement en arrière;
II. intr. 1 se raidir ou faire effort contre, résister à, τινι;
2 s’étendre en face de, τινι en parl. d’un pays.
Étymologie: ἀντί, τείνω.

English (Slater)

ἀντῐτείνω
   1 strive against c. dat. ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (N. 4.37)