ἄκμων
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ονος, ὁ, orig. prob.
A meteoric stone, thunderbolt (v. sub fin.), χάλκεος ἄ. οὐρανόθεν κατιών Hes.Th.722, cf. 724. II anvil, Il.18.476, Od.8.274, Hdt.1.68: metaph., πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Pi.P.1.86; λόγχης ἄκμονες very anvils to bear blows (cf. Sch. ad loc.), A.Pers.51; ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων Aristopho 4; Τιρύνθιος ἄ., i. e. Hercules, Call.Dian.146 (expl. by Sch. ὁ μὴ καμὼν ἐπὶ τοῖς ἄθλοις). 2 pestle (Cyprian), Hsch. 3 head of a batteringram, Apollod.Poliorc.161.4. III kind of eagle, Hsch. IV kind of wolf, Opp.C.3.326. V Pythag., = 6, Theol.Ar.37. (Cf. Skt.áśman- `sling-stone', etc.)
German (Pape)
[Seite 75] ον, (κάμνω), unermüdlich, λόγχης, nicht mit dem Speer zu ermüden, Aesch. Pers. 51, wo andere erkl. Ambos gegen den Speerwurf; Callim. Dian. 146. ονος, ὁ (καμεῖν? α priv. oder intens.?), 1) der Ambos, Hom. viermal, Od. 3, 434. 8, 274 Iliad. 18, 476. 15, 19; – Her. 1, 68; Pind. P. 1, 86; Sp. – 2) eine Wolfsart, Opp. C. 3, 326.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκμων: -ονος, ὁ, κατ’ ἀρχὰς πιθαν. μετεωρικὸς λίθος, κεραυνὸς (ἴδε ἐν τέλ.), χάλκεος ἄκμων οὐρανόθεν κατιών, Ἡσ. Θ. 722· πρβλ. 724. ΙΙ. ὁ ἄκμων, τὸ ἀμόνι τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 476, Ὀδ. Θ. 274, Ἡρόδ. 1. 68: ― μεταφ., πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν, Πινδ. Π. 1. 167· λόγχης ἄκμονες, ὡς ἄκμονες ἱκανοὶ νὰ ὑποφέρωσιν ἀκοντίσματα (ὡς ὁ Σχολ. ὑπολαμβάνει), Αἰσχύλ. Πέρσ. 51· οὕτως ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων, Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1· Τιρύνθιος ἄκμων, ὅ ἐ. Ἡρακλῆς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 146. 2) κόπανος, γουδοχέρι, «ἄκμονα, ἀλετρίβανον, Κύπριοι», Ἡσύχ. ΙΙΙ. = οὐρανός, καὶ ἀκμονίδαι = οὐρανίδαι, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκμᾶνα 111 (ἔνθα ἴδε Bgk). ΙV. εἶδος ἀετοῦ, Ἡσύχ. V. εἶδος λύκου, Ὀππ. Κ. 3. 326· (πρὸς ταῖς ἀνωτέρω μνημονευθείσαις σημασίαις πρβλ. Σανσκρ. açmâ (λίθος, μετεωρικὸς λίθος), açmaras (lapideus), Παλαιο-Σκανδιν. hamarr, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ hamar (σφυρίον, hammer, ἀγγλ.), Λιθουαν. akmú (λίθος).
French (Bailly abrégé)
1ονος (ὁ) :
météorite, éclair.
Étymologie: cf. ἄκμων².
2ονος (ὁ) :
enclume.
Étymologie: DELG vieux nom de la pierre ; cf. skr. áśman, av. asman, lit. akmuo.
3ονος (ὁ, ἡ)
infatigable : λόγχης ἄκμονες ESCHL infatigables à lancer la javeline.
Étymologie: ἀ, κάμνω.
English (Autenrieth)
ονος: anvil.
English (Slater)
ἄκμων
1 anvil met. ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν the anvil of truth (P. 1.86)