καμπύλος

From LSJ
Revision as of 14:00, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Σέ, Δήλι', αὐδῶ τὸν κατὰ χθονὸς νέκυν ... → Delian, I call your name, a corpse beneath the ground ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπύλος Medium diacritics: καμπύλος Low diacritics: καμπύλος Capitals: ΚΑΜΠΥΛΟΣ
Transliteration A: kampýlos Transliteration B: kampylos Transliteration C: kampylos Beta Code: kampu/los

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, (κάμπτω)

   A bent, curved, opp. εὐθύς, of a bow, κ. τόξα Il.3.17, etc.; ἅρμα 5.231; κ. κύκλα, of wheels, ib.722; ἄροτρα h.Cer.308, Sol.13.48; δίφρος Pi.I.4(3).29; ὄχημα A.Supp.183; σελίς IG12.374.57; κῦμα BMus.Inscr.1012 (Chalcedon); κ. ἐς τὸ ἔξω Hp. Art.1; καμπύλα τε καὶ εὐθέα Pl.R.602c: metaph., κ. μέλος an ode of varied metre, Simon.29; cf. καμπύλη.

German (Pape)

[Seite 1319] gekrümmt, gebogen; τόξον Il. 3, 17 u. oft; κύκλα, Räder, Il. 5, 722; ἄροτρα H. h. Cer. 308; δίφρος Pind. I. 3, 47; ὀχήματα Aesch. Suppl. 180; Ggstz εὐθύς, Plat. Rep. X, 602 c; Sp.; μέλος, künstlich modulirt, s. κάμπτω, Simonds. Vgl. καμπύλη.

Greek (Liddell-Scott)

καμπύλος: ῠ, η, ον, (κάμπτω) ἐπικαμπής, κυρτός, ἀντίθετον τῷ εὐθύς, ἐπὶ τόξου, καμπύλα τόξα Ἰλ. Γ. 17, κτλ.· ἅρμα Ε. 231· κ. κύκλα, ἐπὶ τροχῶν, αὐτόθι 722· ἄροτρα Ὁμ. ὕμν. εἰς Δήμ. 309· δίφρος Πινδ. Ι. 4. 49 (3. 47)· ὄχημα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 183· κ. ἐς τὸ ἔξω Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· καμπύλα τε καὶ εὐθέα Πλάτ. Πολ. 602C· ― μεταφ., κ. μέλος, ᾠδὴ ποικίλον ἔχουσα μέτρον, Σιμωνίδ. 36. ― Πρβλ. καμπύλη.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 courbe, courbé, recourbé;
2 subst.καμπύλη (s.e. ῥάβδος ou βακτηρία) bâton recourbé.
Étymologie: R. Καμπ, courber ; cf. κάμπτω.

English (Autenrieth)

(κάμπτω): bent, curved.

English (Slater)

καμπῠλος
   1 curved οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον (I. 4.29) met., καμπύλον μέλος διώκων (trans. from met. of chariot of song, cf. Πα. 2. 4: here of the hyporchema) *fr. 107. 3.*