εἴκοσι
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
(for εἴκοσιν v. infr.), Att., Ion., also Arc., IG5(2).3.1 (Tegea), and Aeol., ib.12(2).6.21 (Lesbos):—indecl.,
A twenty, Il.2.510,748, etc.; in Hom. more freq. in Ep. form ἐείκοσι, before a vowel ἐείκοσιν, 1.309, 6.217, al.; Dor. ϝίκατι Leg.Gort.4.13, etc.; ϝείκατι Tab.Heracl.2.71; Lacon. βείκατι Hsch.; εἴκατι IG9(1).693.10 (Corc.), Theoc.4.10, 5.86. (Orig. ϝῑκατι and Εϝῑκοσι, whence ἐείκοσι in Hom.; ϝείκατι and εἴκατι are late spellings of (ϝ) ῑκατι; εἴκοσι is contr. from *εϝῑκοσι. Cf. Lat. vīginti, Skt. viṃśatis. εἴκοσιν is the only form used by Ar., whether before vowels or consonants (εἴκοσ' ἀπολογίζεται is dub. in Fr.465); also (before consonants) Herod.3.91, Phld.Piet.3, etc., but not common in Inscrr. or Pap., e.g. (before consonants) Schwyzer707 B2 (Ephesus, vi B. C.), IG2.804.155 (iv B.C.), (before a vowel) PGrenf.2.75.7 (iv A. D.); εἴκοσι ἔτη, εἴκοσι ἡμερῶν, IG12.94,49.)
German (Pape)
[Seite 727] οἱ, αἱ, τά, vor Vokalen εἴκοσιν, eigtl. Fείκοσι, viginti; ἐείκοσι, Il .16, 847, v. l. Her. 2, 121, dor. εἴκατι, Theocr. 5, 86; indecl., zwanzig, Il. 2, 510 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
εἴκοσι: ἄκλ., Ἰλ. Β. 510, 748, κτλ.· ἀλλὰ συχνότερον ἐν τῷ Ἐπ. τύπῳ ἐείκοσι, πρὸ δὲ φωνήεντος ἐείκοσιν, Ι. 123, 265, κτλ.· εἰσήχθη δὲ ὁ Ἐπ. τύπος ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων καὶ εἴς τινα χωρία τοῦ Ἡροδ. (2. 121, ἐν ἀρχ., 122, κτλ.)· Δωρ. ϝείκατι Πίνακ. Ἡρακλεωτ. ιβ΄, 5775, 55· «βείκατι· εἴκοσι. Λάκωνες» Ἡσύχ.· εἴκατι Ἐπιγρ. Κερκύρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1840, Θεόκρ. 4. 10., 5. 86· γράφεται ϝείκατι (ϝίκατι) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1511 (2). β., 1569. 39., 5774. 81, κ. ἀλλ. (Ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ϝείκατι, πρβλ. Σανσκρ. vin←ati, δηλ. dvi-←ati, (ἐκ τοῦ dvi δύο, da←an δέκα). Λατ. viginti, δηλ. dui-ginti, vicies = εἰκοσάκις, Γοτθ. tvaitigjus, Παλαιο - Σκανδιν. tuttugu, Ἀγγλο - Σαξον. twentig, Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. zueinzug, Γερμ. zwanzig· ― πρβλ. M. Müller Sc. of. Lang 1. 44.)
French (Bailly abrégé)
dev. une voy. εἴκοσιν;
(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
vingt.
Étymologie: p. *Ϝείκοσι = lat. viginti.
English (Slater)
εἴκοσι (
1 ϝει- (N. 6.58) ) twenty εἴκοσι δ' ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς (P. 4.104) πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο (N. 6.58)