ἐννύχιος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
[ῠ], α, ον Hes.Th.10, etc.; ος, ον S.Aj.180 (lyr.): (νύξ):—
A by night, at night, ἐ. προμολών Il.21.37; [νῆες] ἐννύχιαι κατάγοντο Od.3.178; ἐννύχιαι στεῖχον Hes. l.c.; ἐ. μέλπεσθαι Pi.P.3.79; ἐ. τέρψις S.Aj.1203 (lyr.); Ῥιπαί gloom-encompassed, Id.OC1248 (lyr.); φροντίδες Ar.Eq.1290, etc.: neut. as Adv., dub. in Parrhas.3. II ἐννυχίων ἄναξ Ἀϊδωνεῦ king of those who dwell in the realms of Night, S.OC1558 (lyr.); cf. sq. 11. III ἐννύχιον κρύπτεις· σκοτεινῶς καὶ δολίως, τινὲς δὲ ἐμμύχιον ἐν τῷ μυχῷ Hsch., cf. Call.Aet.3.1.21.
German (Pape)
[Seite 848] α, ον, auch 2 Endgn, nächtlich, bei Nacht; ἐννύχιος προμολών Il. 21, 37; νῆες ἐννύχιαι κατάγοντο, sie landeten bei Nacht, Od. 3, 178, wie ἐννύχιαι στεῖχον Hes. Th. 9; μέλπονται Pind. P. 3, 79; ἐννυχίοις μαχαναῖς Soph. Ai. 181; ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν 1182; Pluto heißt ἐννυχίων ἄναξ, der finsteren Schatten; προσέβα στρατός Eur. Rhes. 45; sp. D.; φροντίδες Ar. Equ. 1287. – Ἐννύχιον adv., Ath. XII 549 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννύχιος: ῠ, -α, -ον, Ἡσ. Θ. 10, -ος, ον, Σοφ. Αἴ. 180 (νύξ): ἐν καιρῷ νυκτός, διὰ νυκτός, κατὰ τὴν νύκτα, νυκτερινός, Λατ. nocturnus, ἐνν. προμολὼν Ἰλ. Φ. 37· νῆες ἐννύχιοι κατάργοντο Ὀδ. Γ. 178· ἐνν. μέλπεσθαι Πίνδ. Π. 3. 140· ἐνν. τέρψις, δῶμα Σοφ. Αἴ. 1203, 1211· φροντίδες Ἀριστοφ. Ἱππ. 1290, κτλ.· - οὐδέτ. ἐννύχιον ὡς ἐπίρρ., Ἐπίγραμμ. παρ’ Ἀθην. 544Α. ΙΙ. ἐννυχίων ἄναξ Αἰδωνεῦ, βασιλεῦ τῶν κατοικούντων ἐν ταῖς χώραις τῆς Νυκτός, δηλ. τῶν νεκρῶν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου Ἰλ. Υ. 61) ἄναξ ἐνέρων, Σοφ. Ο. Κ. 1558, πρβλ. τὸ ἑπόμενον.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 qui fait qch pendant la nuit : ἐννύχιος προμολών IL s’étant avancé pendant la nuit ; (νῆες) ἐννύχιαι κατάγοντο OD les vaisseaux furent poussés (par le vent) pendant la nuit;
2 qui a lieu ou se produit pendant la nuit (pensée, souci, crainte, etc.);
3 qui concerne les régions plongées dans la nuit : οἱ ἐννύχιοι SOPH ceux qui dorment dans le royaume de la nuit, càd des enfers ; ἐννύχιαι ῥιπαί SOPH les ouragans des régions de la nuit, càd du septentrion ; qui vit dans les ténèbres (Hadès).
Étymologie: ἐν, νύξ.
English (Autenrieth)
(Il. 11.716†): in the night time.
English (Slater)
ἐννῠχιος
1 in the night κοῦραι μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι (P. 3.79) ]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ (Pae. 18.10) ]εννυχιαιλα[ P. Oxy. 2447, fr. 19. 1. ]).ννυχι[ P. Oxy. 2445. fr. 31. 8.