ἀνώνυμος

From LSJ
Revision as of 13:59, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώνῠμος Medium diacritics: ἀνώνυμος Low diacritics: ανώνυμος Capitals: ΑΝΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: anṓnymos Transliteration B: anōnymos Transliteration C: anonymos Beta Code: a)nw/numos

English (LSJ)

ον, (from ὄνυμα, Aeol. for ὄνομα)

   A without name, οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀ. ἐστ' ἀνθρώπων Od.8.552; ἡ Εὐρώπη . . ἦν ἀ. Hdt.4.45; θεαί i.e. the Furies, E.IT944; Ὅρκου πάϊς ἐστὶν ἀ. Orac. ap. Hdt.6.86, cf. Pl.Ti.60a, Arist. EN1107b2, prob. in Po. 1447b9, cf. Tz.Diff. Poet.11.    2 anonymous, μήνυσις Lys.13.22, cf. D.C.66.11.    3 not to be named, unspeakable, Aristid.Or.50(26).8.    4 difficult to name, in Comp., Arist.EE1221a40, Alex.Aphr.in Mete.197.23.    5 Adv. -μως without mentioning a name, Men.Rh.p.391 S.    II nameless, inglorious, γῆρας Pi.O.1.82; γῆ πατρὶς οὐκ ἀ. E.Hel.16, cf. Hipp.1; ὄνομα ἀ. Ar. Lys.854; of persons, S.Tr.377, Pl.Lg.721c; ἀ. καὶ ἄδοξοι D.8.66, cf. Herod.6.14. Adv. -μως Poll.5.160.

German (Pape)

[Seite 268] (ὄνομα), ohne Namen, unbenannt, Od. 8, 552; Her. 4, 45; Ggstz ὄνομα ἔχει Theag. 123 e u. öfter bei Plat.; τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀνώνυμον γενόμενον περιιδεῖν, seine Familie ohne Namenserben aussterben lassen, Isocr. 19, 35; ungekannt, ruhmlos, γῆρας Pind. Ol. 1, 82; πατρίς Ar. Th. 859; Ggstz κλεινός Plat. Legg. IV, 721 c; ἀνώνυμον τὴν πατρίδα καθιστάναι Lys. 2, 6; ἀν. καὶ ἄδοξοι, entgegengesetzt ἔνδοξοι καὶ γνώριμοι Dem. 8, 66.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώνῠμος: -ον, (ἐκ τοῦ ὄνυμα Αἰολ. ἀντὶ ὄνομα) ἄνευ ὀνόματος, οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀνώνυμός ἐστ’ ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 552· ἡ Εὐρώπη… ἦν ἀνώνυμος Ἡρόδ. 4. 45· ταῖς ἀνωνύμοις θεαῖς, δηλ. ταῖς Ἐρινύσι, Εὐρ. Ι. Τ. 944· Ὅρκου παῖς ἐστὶν ἀνώνυμος Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 6. 86· οὕτω Πλάτ., κλ. 2) ἀνώνυμος, ὡς παρ’ ἡμῖν, μήνυσις Λυσ. 131. 39. 3) ἄρρητος, ἄφατος, ἀπερίγραπτος, Ἀριστείδ. 1. 322. ΙΙ. ἄγνωστος ἀσήμαντος, ἄδοξος, γῆρας Πινδ. Ο. 1. 132.· γῆ μὲν πατρὶς οὐκ ἀν. Εὐρ. Ἑλ. 16, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 1· ὄνομα ἀν. Ἀριστοφ. Λυσ. 854· ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀποσπ. 377, Πλάτ. Νόμ. 721C· ἀν. καὶ ἄδοξοι Δημ. 106. 6. - Ἐπίρρ. -μως Πολυδ. Ε΄, 160.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’a pas reçu de nom, innommé;
2 qu’il ne faut pas nommer;
3 anonyme;
4 sans nom, inconnu ; sans gloire, obscur.
Étymologie: ἀ, ὄνομα.

English (Autenrieth)

(ὄνομα): nameless, Od. 8.552†.

English (Slater)

ἀνώνῠμος (cf. νώνυμνος)
   1 nameless, inglorious ἀνώνυμον γῆρας · ἕψοι μάταν (O. 1.82)

English (Slater)

ἀνώνῠμος (cf. νώνυμνος)
   1 nameless, inglorious ἀνώνυμον γῆρας · ἕψοι μάταν (O. 1.82)