ἀρχαῖος
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
English (LSJ)
α, ον, (ἀρχή I)
A from the beginning or origin: I mostly of things, ancient, σκότος S.OC106; ἐσθής Hdt.5.88; δόμοις ἐπασσάλευσαν ἀρχαῖον γάνος A.Ag.579 codd.; Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις S.OC1382; χερὸς σῆς πίστιν ἀρχαίαν faith firm for ever, ib. 1632 codd. 2 old-fashioned, antiquated, A.Pr.317 (lyr.), Ar.Nu.984, D.22.14; of literary style, Demetr.Eloc.244. b simple, silly, Ar.Nu.915, al., Pherecr. 205; -ότερος εἶ τοῦ δέοντος Pl.Euthd.295c, etc. 3 ancient, former, τὸ ἀ. ῥέεθον Hdt.1.75; τοῦ ἀ. λόγου Id.7.160; οὐ γὰρ δὴ τό γ' ἀ. δέμας S.OC110; οἱ ἀ., opp. οἱ ὕστερον, Th.2.16; ἀ. φύσις A.Ch.281, Hp. Art.53, Pl.Smp.193c, etc.; φύσις καὶ κατάστασις ἀ. Democr.278; coupled with παλαιός, παλαιὸν δῶρον ἀρχαίου θηρός S.Tr.555, cf. Lys. 6.51, D.l.c. 4 old, worn out, ὑποδήματα X.An.4.5.14; πινάκια BGU781i1 (i A. D.). II of persons, Θέμιν . . ἀρχαίαν ἄλοχον Διός Pi.Fr.6.5; ἀ. θεαί, of the Erinyes, A.Eu.728; Πέλοψ S.Aj.1292; οἱ ἀ. the Ancients, name given by Arist. to the pre-Socratics, Metaph. 1069a25, GC314a6; in Lit. Crit., ancient, classical writers, Demetr. Eloc.15,67; in Plot., the philosophers down to Aristotle, 5.1.9; in NT, the Fathers, Ev.Matt.5.21, al. 2 ancient, old, βαλὴν ἀ., of Darius, A.Pers.657 (lyr.); λάτρις E.Hec.609; ἑταῖρος X.Mem.2.8.1; οἱ ἀ. κύριοι the original owners, BGU992 ii 6 (ii B. C.); τὰς ἀ. πόλεις (banished from) their original cities, Polystr.p.22 W.; ἀ. μαθητής an original disciple, Act.Ap.21.16; ἀ. μύστης Inscr.Magn.215b; παιδαγωγὸς ἀ., i.e of old, formerly, E.El.287, cf.853. III neut. as Adv., τὸ ἀρχαῖον, Ion. contr. τὠρχαῖον, anciently, Hdt.1.56, 173, al., Att.τἀρχαῖον A.Supp.326; ἀπὸ τοῦ ἀ. Hdt.4.117; ἐξ ἀρχαίων D.S.1.14. 2 regul. Adv. ἀρχαίως in olden style, καινὰ ἀ. λέγειν Pl.Phdr.267b, cf. Isoc.4.8, D.9.48; ἀ. καὶ σεμνῶς Aeschin.1.183. IV irreg. Comp. ἀρχαιέστερος Pi.Fr.45 (on ἀρχέστατος v. h. v.); usual Comp. -ότερος Ar.Av.469: Sup. -ότατος Hdt.1.105, etc. V as Subst., τὸ ἀρχαῖον, of money, prime cost, πλέον τοῦ ἀ. X.Vect.3.2; principal, mostly in pl., Ar.Nu.1156, etc.; τἀρχαῖα ἀποδιδόναι D.34.26, etc.; τῶν ἀρχαίων ἀπέστησαν lost their capital, Id.1.15: opp. ἔργον, Id.27.10; opp. πρόσοδοι, Is.6.38. 2 ἀρχαίη, ἡ, = ἀρχή, Eust.475.1, etc.
German (Pape)
[Seite 364] α, ον, uranfänglich, alt; was von alten Zeiten her besteht, φίλος, ἑταῖρος, Eur. Cycl. 434; Xen. Mem. 2, 8, 1; θυσίαι Plat. Polit. 290 e; was vor Alters war u. nicht mehr besteht, Soph. O. C. 110; ὄνομα Plat. Crat. 418 c; φύσις Conv. 192 e; so bes. bei Sp. ὡς οἱ ἀρχαῖοι λέγουσι; – τὸ ἀρχαῖον, vor Alters, Her. 4, 108; Xen. An. 1, 1, 7; auch auf das vor nicht so langer Zeit Dagewesene gehend, Κῦρος ὁ ἀρχαῖος, der ältere, 1, 9, 1; λόγος Her. 7, 16; ὑποδήματα Xen. An. 4, 5, 14; veraltet, Aesch. Prom. 312; altfränkisch, einfältig, thöricht, Ar. Nub. 1452; καὶ σαπρόν Plut. 323; Phereer. bei B. A. 13 durch εὐήθης erkl.; ἀρχαιότερος εἶ τοῦ δὲοντος Plat. Euthyd. 295 e; ehrwürdig, wie antiquus, Aesch. Ag. 565; χερὸς σῆς πίστιν ἀρχαίαν Soph. O. C. 1614; – τὸ ἀρχαῖον, das Kapital, Ar. Nubb. 1140; öfter bei Rednern, Dem. 1, 15. 27, 10. – Adv., vor Alters, Her. 1, 173; καινὰ ἀρχαίως εἰπεῖν Plat. Phaedr. 267 b, wie Isocr. 4, 8, was Harpocr. ἀρχαιοτρόπως erkl., d. i. ἀρχαιοτέροις ὀνόμασι χρῆσθαι; vgl. Aesch. 1, 183 ἀρχαίως καὶ σεμνῶς λέγειν. – Compar. ἀρχαιέστερος bei B. A. 80 aus Aeschyl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαῖος: α, ον (ἀρχὴ 1), ὁ ἐξ ἀρχῆς: 1) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πραγμάτων, παλαιός, πρωτογενής, ὁ ἀπὸ τοῦ πάνυ ἀρχαίου, ἴτ’, ὦ γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου Σοφ. Ο. Κ. 106· ἀκολούθως ἁπλῶς, παλαιός, ἀρχαῖος, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 88· ἔπειτα παρὰ Πινδ. καὶ πᾶσι τοῖς συγγραφ., δόμοις ἑπασσάλευσαν ἀρχαῖον γάνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 579· Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις Σοφ. Ο. Κ. 1382· χερὸς σῆς πίστιν ἀρχαίαν, πίστιν διὰ παντὸς σταθεράν, αὐτόθι 1632. 2) ὡς τὸ ἀρχαϊκός, ἀπηρχαιωμένος, Αἰσχύλ. Πρ. 317, Ἀριστοφ. Νεφ. 915, 1357, 1469, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 62, Πλάτ. Εὐθύδ. 295C. 3) ὁ παλαιός, ὁ πρότερον ὑπάρχων, τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον Ἡρόδ. 1. 75· τοῦ ἀρχ. λόγου ὁ αὐτ. 7. 160· οὑ γὰρ δὴ τόδ’ ἀρχ. δέμας Σοφ. Ο. Κ. 110· οἱ ἀρχαῖοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ὕστερον, Θουκ. 2. 16· ― ἐνίοτε ἔχομεν τὸ ἀρχαῖος καὶ παλαιὸς ὁμοῦ, ὡς π.χ. παλαιὸν δῶρον ἀρχαίου θηρὸς Σοφ. Τρ. 555, πρβλ. Λυσ. 107. 40, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς ἐν τῇ Λατ. prisus et vetustus, priscus et antiquus, Ruhnk, Vellei 1. 16, 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, Θέμιν… ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς Πινδ. Ἀποσπ. 6. 5· ἀρχ. θεαί, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 728· Πέλοψ Σοφ. Αἴ. 1292· οἱ ἀρχαῖοι, οὕτως ἀποκαλεῖ ὁ Ἀριστοτέλης τοὺς Ἴωνας καὶ ἄλλους ἀρχαίους φιλοσόφους, Μεταφ. 11. 1, 2, π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 1, 2, 1. 8, 3· ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ οἱ παλαιοὶ πατέρες, οἱ Προφῆτα, κτλ. 2) παλαιός, ἀρχαῖος, βαλὴν ἀρχαῖος βαλήν, περὶ τοῦ Δαρείου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 658· λάτρις Εὐρ. Ἑκ. 609· ἑταῖρος Ξεν. Ἀπομν. 2, 8. 1· μαθητὴς Πράξ. Ἀποστόλων κα΄, 16· πατρὸς γε παιδαγωγὸς ἀρχαῖος γέρων Εὐρ. Ἠλ. 287, πρβλ. 853. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀρχαίως, εἰς ἀρχαίους χρόνους ἢ κατὰ τρόπον ἀρχαῖον, Δημ. 123. 20, οὕτω καὶ τὸ ἀρχαῖον (πρβλ. τὸ παλαιόν) Ἰων. κατὰ κρᾶσιν τὠρχαῖον Ἡρόδ. 1. 56, 173, κ. ἀλλ., Ἀττ. τἀρχαῖον Αἰσχύλ. Ἱκ. 325· ἀπὸ τοῦ ἀρχ. Ἡρόδ. 4. 117· ἐξ ἀρχαίων Διόδ. 1. 14. 2) εἰς ἀρχαῖον ὕφος, καινὰ ἀρχαίως λέγειν Πλάτ. Φαῖδρ. 267Β, πρβλ. Ἰσοκρ. 42C, Ἔφορ. 2· ἀρχαίως καὶ σεμνῶς Αἰσχίν. 26. 12. IV. ἀνώμαλ. συγκρ. ἀρχαιέστερος Πινδ. Ἀπόσπ. 20 (περὶ τοῦ ἀρχέστατος ἴδε ἐν λέξει): τὸ σύνηθες συγκρ. -ότερος Ἀριστ. Ὄρν. 469: ὑπερθ. -ότατος Ἡρόδ. 1. 105, κτλ. V. ὡς οὐσιαστ., τὸ αρχαῖον, ἐπὶ χρημάτων, ἡ πρώτη ἀξία, τιμή, πλέον τοῦ ἀρχ. Ξεν Πόρ. 3. 2· τὸ κεφάλαιον, Λατ. sors, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, καὶ παρὰ Ρήτορ.· τὰ ἀρχαῖα ἀποδιδόναι Δημ. 914, ἐν τέλει, κτλ.· τῶν ἀρχαίων ἀπέστησαν, ὃ ἐ. ἐκήρυξαν ἑαυτοὺς ἀνικάνους νὰ πληρώσωσιν, ὁ αὐτ. 13. 21 (ἴδε ἐν λ. κεφάλαιος): ― ἀντίθετον τῷ τόκος, ἔργον, ἐπικαρπία, πρόσοδος (ὁ αὐτ. 816. 15, Ἰσαῖος 60. 1 0, κτλ.), ὡς τὸ Λατ. sors ἢ caput ἀντιτίθεται πρὸς τὸ fenus, fructus, usus, usura, reditus. 2) ἀρχαία, ἡ = ἀρχή, Εὐστ. 475. 1, κτλ.· πρβλ. σεληναία, ἀναγκαίη.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
A. adj. I. primitif, originaire, d’où
1 antique, ancien;
2 plus âgé, p. opp. à plus jeune : Κῦρος ὁ ἀρχαῖος Cyrus l’ancien;
II. p. suite :
1 avec idée de respect antique, vénérable;
2 suranné;
3 simple, naïf;
B. subst. τὸ ἀρχαῖον;
1 fond d’argent, capital;
2 l’antiquité ; adv. • τὸ ἀρχαῖον, par crase • τἀρχαῖον, (ion.) • τὠρχαῖον, HDT à l’origine, anciennement ; ἀπὸ τοῦ ἀρχαίου de toute antiquité.
Étymologie: ἀρχή.