θείνω

From LSJ
Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θείνω Medium diacritics: θείνω Low diacritics: θείνω Capitals: ΘΕΙΝΩ
Transliteration A: theínō Transliteration B: theinō Transliteration C: theino Beta Code: qei/nw

English (LSJ)

Ep. inf.

   A θεινέμεναι Od.22.443: impf. ἔθεινον A.Pers.418, etc.: fut. θενῶ Ar.Ach.564: aor. 1 part. θείνας Il.20.481 (ἔθεινε in 21.491 may be impf.); other moods from an aor. 2 ἔθενον (which does not occur in ind.); imper. θένε E.Rh.676, Ar.Av.54; subj. θένω E.Rh.687 (troch.), Ar.Lys.821 (lyr.), cj. in Theoc.22.66; inf. θενεῖν E.Heracl. 271; part. θενών Id.Cyc.7, Ar.Eq.640,V.1384,Av.1613,Ra.855 (these forms were freq. incorrectly written θένειν, θένων, as if from a pres. Θένω):—Pass., only in pres. and impf.:—poet. word, strike, τινα Od. 18.63; ξίφεσι 22.443; φασγάνῳ αὐχένα θείνας Il.20.481; μάστιγι . . θείνων 17.430; [τόξοισι] ἔθεινε παρ' οὔατα 21.491:—Pass., 1.588; θεινόμεναι βουπλῆγι 6.135; ἄορι 10.484; θεινομένου . . πρὸς οὔδεϊ dashed to earth, Od.9.459; later σκάπτῳ θενών τινα Pi.O.7.28; ῥαιστῆρι A. Pr.56, cf. 76; τινὰ δι' ἀσπίδος E.Heracl.738; ἰτέαν εἰς μέσην Id.Cyc.7; τῷ σκέλει θένε τὴν πέτραν Ar.Av.54; τῷ πρωκτῷ θενὼν τὴν κιγκλίδ' Id.Eq.640; ποσσὶ θ. σκέλος, of a wrestler, Theoc.22.66: abs., θείνετε v.l. in E.Or.1303 (lyr.); θεῖν', ἀντέρειδε Id.Supp.702; θένε, θένε Id.Rh.676 (lyr.):—Pass., A.Pers.303, Ch.388 (lyr.).    2 metaph., θείνει δ' ὀνείδει μάντιν Id.Th.382.    3 intr., of corpses, θ. ἐπ' ἀκτᾶς Id.Pers.966.    II to the same Verb, but only with the meaning slay, belong the foll. forms formerly referred to a pres. Φένω, viz.: aor. 2 ἔπεφνον Il.21.55, Pi.P.10.46, B.17.19, S.OT1497; Ep. and Lyr. πέφνον Il.13.363, B.8.13; subj. πέφνῃς, ῃ, Od.22.346, Il.20.172; inf. πεφνέμεν 6.180; part. πεφνών 16.827 (parox. acc. to Aristarch., as if from a pres. πέφνω, which is found in late Ep., Opp.H.2.133): from the short form φᾰ (for φ) come pf. Pass. 3sg. πέφαται Il.15.140, al.; 3pl. πέφανται 5.531; inf. πεφάσθαι 13.447: fut. Pass. πεφήσεαι ib.829, Od.22.217; ἢ πέφατ' ἢ . . πεφήσεται Il.15.140; later, part. πεφασμένος Lyc.269, 1374, Opp.H.5.122: Gramm. also give aor. 1 φάσαι Hsch. s.v. φάσγανον, Phot. s.v. προσφατος, Sch.Pi.N. 1.69: aor. 2 part. παφών Hsch.: aor. 2 Med. ἀπ-έφατο,= ἀπέθανεν, Id. Hence also φᾰτός slain, Id., found in compds. Ἀρεί-φατος, μυλή-φατος, ὀδυνή-φατος, πυρί-φατος. (I.-E. g[uglide]hen- cf. Skt. hánti, pl. ghnánti, Hittite kuenzi, pl. kunanzi 'strike', 'kill'; g[uglide]hon- in Gr. φόνος; g[uglide]hn- in Skt. ghn-ánti, Gr. ἔ-πε-φν-ον (redupl.); g[uglide]hṇ- in Skt. -hata-, Gr. -φατο-, πέφαται, etc.)

German (Pape)

[Seite 1191] schlagen, hauen, treffen; μάστιγι θείνων ἵππους Il. 17, 430; auch φασγάνῳ, ξίφεσι, ἄορι, auch ohne Zusatz, 1, 588 Od. 18, 63; τόξοις ἔθεινε παρ' οὔατα Il. 21, 491; θεινομένου πρὸς οὔδεϊ, gegen den Boden geschmettert, Od. 9, 459; ῥαιστῆρι θεῖνε Aesch. Prom. 56, πέδας 76; στυφέλου θείνοντας ἐπ' ἀκτᾶς Pers. 927; pass. geschlagen, getroffen, getödtet werden, 295 Ch. 382; θείνετε, καίνετε vrbdt Eur. Or. 1302; κήρυκα θενεῖν Heracl. 272; εἰ θενεῖς τὸν ἄνδρα τοῦτον Ar. Ach. 564; τῷ σκέλει θένε τὴν πέτραν Av. 54; da sich sonst kein praes. θένω findet, denn βούλει θένω ist conj. aor., Lys. 821, so muß θένων, Equ. 638 Vesp. 1284 Av. 1613 Ran. 834, wie σκάπτῳ θένων Pind. Ol. 7, 28 in θενών, als partic. des aor., geändert werden; wie auch Theocr. 22, 66; Aesch. Spt. 364 kann im Anfang des Trimeters θείνει stehen, Wellauer θένει. – In Prosa kommt das Wort erst sehr spät vor.

Greek (Liddell-Scott)

θείνω: Ἐπ. ἀπαρ. θεινέμεναι, Ὀδ. Χ. 443· παρατ. ἔθεινον Αἰσχύλ. Πέρσ. 418, κτλ.· μέλλ. θενῶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 564· ἀόρ. α΄ ἔθεινα Ἰλ. Υ. 481, Φ. 491· ἀλλ’ αἱ λοιπαὶ ἐγκλίσεις παραλαμβάνονται ἔκ τινος β΄ ἀορίστου ἔθενον (ὅστις δὲν ἀπαντᾷ ἐν τῇ ὁριστικῇ), προστ. θένε Εὐρ. Ρήσ. 676, Ἀριστοφ. Ὄρν. 54, ὑποτ. θένω Εὐρ. Ρήσ. 687, Ἀριστοφ. Λυσ. 821, ἀπαρ. θενεῖν Εὐρ. Ἡρακλ. 271, μετοχ. θενὼν ὁ αὐτ. Κύκλ. 7, Ἀριστοφ. Ἱππ. 640, Σφηξ. 1384, Ὄρν. 1613, Βατρ. 855· (οἱ τύποι οὗτοι οὐχὶ ὀρθῶς συχνάκις φέρονται θένειν, θένων, ὡς εἰ ἦσαν τύποι ἐνεστῶτος θένω, Elmsl. Ἡρακλ. 272· ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ διατηρήσωμεν θένων παρὰ μεταγ. συγγραφ.): ― Παθ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (Ἐκ √ΘΕΝ, πρβλ. Λατ. fen-do (defendo, offendo, καὶ ἴσως ἐν τῷ infensus,) Ποιητ. λέξ., ὡς τὸ τύπτω, πλήσσω, τινὰ Ὀδ. Σ. 63· φασγάνῳ αὐχένα θείνας Ἰλ. Υ. 481· μάστιγι.. θείνων Ρ. 430· τόξοισι… ἔθεινε παρ’ οὔατα Φ. 491· Παθ., ὡς τὸ Λατ. vapulo, Ἰλ. Λ. 588· θεινόμεναι βουπλῆγι Ζ. 135· ἄορι, ξίφεσιν Κ. 484, Ὀδ. Χ. 443· θεινουμένου… πρὸς οὔδεϊ, κτυπουμένου, πληττομένου κατὰ γῆς, Ι. 459, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 303, Χο. 387· ― οὕτω καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα, σκάπτῳ θείνειν τινὰ Πίνδ. Ο. 7. 51· ῥαιστῆρι Αἰσχύλ. Πρ. 56, πρβλ. 76· τινὰ δι’ ἀσπίδος Εὐρ. Ἡρακλ. 738· ἰτέαν μέσην ὁ αὐτ. Κύκλ. 7· τῷ σκέλει θένε τὴν πέτραν Ἀριστοφ. Ὄρν. 54· τῷ πρωκτῷ θενὼν τὴν κιγκλίδ’ ὁ αὐτ. Ἱππ. 640· ποσσὶ θ. σκέλος, ἐπὶ παλαιστοῦ, Θεόκρ. 22. 66· ἀπολ., καίνετε, θείνετε Εὐρ. Ὀρ. 1302· θεῖν’, ἀντέρειδε ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 702· θεῖνε, θεῖνε ὁ αὐτ. Ρήσ. 676. 2) μεταφ., θείνει δ’ ὀνείδει μάντιν Αἰσχύλ. Θήβ. 382. 3) ἀμεταβ., ἐπὶ πλοίων, θ. ἐπ’ ἀκτᾶς ὁ αὐτ. Πέρσ. 964.

French (Bailly abrégé)

f. θενῶ, ao. ἔθεινα, ao.2 inus. à l’ind., impér. θένε, sbj. θένω, inf. θενεῖν, part. θενών;
I. tr. :
1 heurter, frapper : μάστιγι IL d’un fouet ; τινά qqn ; πέδας ESCHL fixer solidement des entraves (avec le marteau);
2 frapper avec une arme ; percer, piquer : ξίφεσιν OD percer avec des épées ; φασγάνῳ αὐχένα IL percer la gorge d’une épée;
3 fig. θ. ὀνείδει τινά ESCHL outrager qqn;
II. intr. se heurter à : ἐπ’ ἀκτᾶς ESCHL au rivage.
Étymologie: R. Θεν, frapper ; cf. θέναρ, lat. *fendo dans offendo, defendo, infensus.

English (Autenrieth)

inf. θεινέμεν(αι), subj. θείνῃ, aor. ἔθεινε, θεῖνε, part. θείνᾶς, pass. pres. part. θεινόμενος: strike.