θησαυρός

From LSJ
Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θησαυρός Medium diacritics: θησαυρός Low diacritics: θησαυρός Capitals: ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Transliteration A: thēsaurós Transliteration B: thēsauros Transliteration C: thisavros Beta Code: qhsauro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A store, treasure, Ar.Av.599, etc.; θ. χθονός, of the silvermines of Laureion, A.Pers.238 (troch.); θ. εὑρεῖν Arist.Pol.1303b35; ἄνθρακες ὁ θ., prov., 'apples of Sodom', freq. in Luc.Zeux.2, al.; σποδὸς οἱ θ. γενήσονται Alciphr.2.3.13: metaph., θ. γλώσσης φειδωλῆς Hes.Op.719; θ. ὕμνων Pi.P.6.8; κακῶν E.Ion923, cf. Hp.Lex; κόμας... ἱκτήριον θ. S.Aj.1175; Διὸς θ., of a tomb marking the fall of a thunderbolt, E.Supp.1010; οἰωνοῖς γλυκὺν θ., of a dead body, S.Ant. 30; of learning, θ., οὓς κατέλιπον ἐν βιβλίοις X.Mem.1.6.14; σοφίας θ. Pl.Phlb.15e, Ep.Col.2.3; χρημάτων καὶ τιμῶν Pl.Mx.247b; καλὸς θ. παρ' ἀνδρὶ σπουδαίῳ χάρις Isoc.1.29; ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θ. τῆς καρδίας Ev.Luc.6.45.    II strong-room, magazine, Hdt.2.150, SIG419.17 (Delph., iii B.C.), LXXDe.32.34, etc.; esp. of the treasuries built at Delphi by Greek cities, SIG8 (vi B.C.), Hdt.1.14, al., X.An.5.3.5, Str.4.1.13, etc.; vaults of a bank, PLips.62ii 14 (iv A.D.).    2 granary, PCair.Zen.232.4 (iii B.C.), Wilcken Chr.385.27 (iii B.C.), 192 (i A.D.), etc.; οἱ δημόσιοι θ. PRyl.90.9 (iii A.D.), cf. POxy.2119.3 (iii A.D.).    3 receptacle for valuables, safe, casket, Hdt.7.190, 9.106, Ev.Matt.2.11; θ. βελέεσσιν, of a quiver, A.Pers.1022 (lyr.).    4 offertory-box (for its form, v. IG9(2).590), IG7.235.23 (Oropus, iv B.C.), 12(3).443 (Thera, iii B.C.), Jahrb.16.162 note 13 (Rhodes, iii B.C.), Schwyzer89 (Argos, iii B.C.), SIG1015.30 (Halic.), PTeb.6.27 (ii B.C.), IG5(1).1390.89 (Andania, i B.C.); σπονδεῖον ἢ θ. coin-in-the-slot machine which sold holy water, Hero Spir.1.21.    5 cavern, S.Ichn.276; subterranean dungeon, Plu.Phil.19.

German (Pape)

[Seite 1211] ὁ (τίθημι), 1) Ort zum Einsammeln u. Aufbewahren, Vorraths-, Schatzkammer; Her. 2, 150 u. öfter; bes. χρημάτων, 9, 106; καὶ ταμιεῖον Plat. Rep. VIII, 548 a; Xen. An. 5, 3, 5 ὁ ἐν Δελφοῖς τῶν Ἀθηναίων θησ.; solche Zimmer mit den Weihgeschenken der einzelnen Städte, nach diesen benannt, erwähnt Strab. IX, 3; Plut. Philop. 19; ἀνοίξαντες θησαυρούς Matth. 2, 11; auch βελέεσσιν, vom Köcher, Aesch. Pers. 981. – 2) das Aufbewahrte selbst, der Vorrath, Schatz, Aesch. Pers. 234 u. Folgde; χρημάτων καὶ τιμῶν Piat. Menex. 247 b; oft übertr., γλώσσης – φειδωλῆς Hes. O. 717; ὕμνων Pind. P. 6, 8; κακῶν Eur. Ion 923; σοφίας Plat. Phil. 15 e; das, worüber man sich freu't; so nennt Soph. Ant. 30 einen Leichnam οἰωνοῖς γλυκὺς θ.

Greek (Liddell-Scott)

θησαυρός: ὁ (ἐκ √ΘΕ, τίθημι, μετὰ τῆς κατλήξ. - αυρος, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι κένταυρος, λάσταυρος): ― τὸ ἀποταμιευθέν, συναχθὲν καὶ ἐν ἀποθήκῃ τηρούμενον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 599, κτλ.· θ. χθονός, ἐπὶ τῶν ἀργυρείων μετάλλων τοῦ Λαυρείου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 238· θ. εὑρεῖν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 4· ἄνθρακες ὁ θησαυρός, παροιμία ἐπὶ ἀποτυχίας, συχν. παρὰ Λουκ., ὡς π. χ. ἐν Ζεύξιδι 2· οὕτω, σποδὸς οἱ θ. γενήσονται Ἀλκίφρ. 2. 3, 13, ἔνθα ἴδε τὸν Bergler: ― μεταφ., θ. γλώσσης φειδωλῆς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 717· θ. ὕμνων Πίνδ. Π. 6. 8· κακῶν Εὐρ. Ἴων 923, πρβλ. Ἱππ. Νόμον 2· κόμας... ἱκτήριον θησ. Σοφ. Αἴ. 1175· Διὸς θ., ἐπὶ τοῦ πυρός, Εὐρ. Ἱκέτ. 1010· οἰωνοῖς γλυκὺν θ., ἐπὶ νεκροῦ σώματος, Σοφ. Ἀντ. 30· οὕτως ἐπὶ συγγραμμάτων, θ., οὕς κατέλιπον ἐν βιβλίοις Ξεν. Ἀπομν. 1. 6. 14· σοφίας θ. Πλάτ. Φίληβ. 16 Ε· τιμῶν ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 247Β· καλὸς θ. παρ’ ἀνδρὶ σπουδαίῳ χάρις Ἰσοκρ. 8Β. ΙΙ. ἀποθήκη, τόπος ἔνθα ἐπισωρεύει τις πράγματα, θησαυροφυλάκιον, Ἡρόδ. 2. 150· τὸ θησαυροφυλάκιον ναοῦ, ὁ αὐτ. 1. 14, κτλ., πρβλ. Ξεν. 5. 3, 5, Στράβωνα 188, κτλ. 3) δοχεῖον πολυτίμων πραγμάτων, κίστη, κιβώτιον, θήκη, Ἡρόδ. 7. 190, πρβλ. 9. 106· θ. βελέεσσιν, ἐπὶ φαρέτρας, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1022.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. dépôt :
1 dépôt d’argent, trésor ; ◊ prov. ἄνθρακες ὁ θησαυρός LUC des charbons pour tout trésor pour marquer un désappointement ; θησαυρὸς χθονός ESCHL le trésor enfoui dans la terre en parl. des mines d’argent du Laurion;
2 p. ext. dépôt de choses précieuses, trésor;
II. lieu de dépôt :
1 lieu où l’on dépose de l’argent ou des choses précieuses, trésor ; particul. trésor d’un temple;
2 poét. carquois;
3 prison souterraine, à Messène;
III. le Trésor personnifié.
Étymologie: R. Θε, poser, place (cf. τίθημι), avec suff. -αυρος, cf. κένταυρος -- DELG terme techn. obscur, pê emprunté.