οἰχνέω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A go, come, Il.5.790,15.640 (in Iterat. οἴχνεσκον, -εσκε); of birds, Od.3.322 ; walk, i. e. live, ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ S.El.165 (lyr.). II like οἴχομαι, to be gone, τηλωπὸς οἰχνεῖ Id.Aj.564 ; θυραῖος οἰ. Id.El.313. III c. acc. pers., approach, Pi.P.5.86 : c. acc. rei, Id.Fr.75.5 :—in form οἰχνεύω, Id.Fr.206 (where ἰχνεύων codd. Plu.Nic.I). (Akin to sq.)
Greek (Liddell-Scott)
οἰχνέω: πορεύομαι, ἔρχομαι, οὐδέποτε Τρῷες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων οἴχνεσκον Ἰλ. Ε. 790, Ο. 640 (ἐν τῷ Ἰων. παρατ.)· ἐπὶ πτηνῶν, ὅθεν τέ περ οὐδ’ οἰωνοὶ αὐτόετες οἰχνεῦσιν Ὀδ. Γ. 322· περιέρχομαι, διατελῶ, ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ Σοφ. Ἠλ. 165. ΙΙ. ὡς τὸ οἴχομαι, τηλωπὸς οἰχνεῖ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 564· θυραῖος οἰ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 313. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., ὡς· τὸ προσέρχομαι, Πινδ. Π. 5. 115, Ἀποσπ. 45. 5· καὶ οὕτως ὁ Ἕρμανν. (ἀντὶ τοῦ ἰχνεύων) ἐν Π. 8. 49· - Ὁ τύπος οἰχνεύω εὕρηται παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἀποσπ. 222. (Τὸ οἰχνέω ἔχει πρὸς τὸ οἴχομαι, ὡς τὸ ἱκνέομαι πρὸς το ἵκω.)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. οἴχομαι.
English (Autenrieth)
(οἴχομαι), οἰχνεῦσιν, ipf. iter. οἴχνεσκον: go or come (frequently), Il. 5.790, Il. 15.640, Od. 3.322.