ἀγεννής

From LSJ
Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγεννής Medium diacritics: ἀγεννής Low diacritics: αγεννής Capitals: ΑΓΕΝΝΗΣ
Transliteration A: agennḗs Transliteration B: agennēs Transliteration C: agennis Beta Code: a)gennh/s

English (LSJ)

ές, (γέννα)

   A = ἀγενής 11 (q. v.), low-born, Hdt.1.134 (Comp.), Pl.Prt.319d, etc.; οἱ ἀ, opp. οἱ γενναῖοι, Arist.Pol.1296b22, etc.; of a cock, Pl.Tht.164c, Men.223.13.    2 of things, sordid, Hdt.5.6, Pl.Grg.465b, 513d, al.; βωμολοχεύματ' Ar.Pax748; οὐδὲν ἀ. Dem.21.152. Adv. -νῶς E.IA1458, Pl.Com.46.6.—In Pl. mostly with neg., οὐκ ἀ. Chrm. 158c, etc.

German (Pape)

[Seite 12] ές, ist nach der Mehrzahl der mss. die richtigere Schreibung für ἀγενής, wo es, von niedriger Herkunft u. bes. von unedler Gesinnung gesagt, dem γενναῖος eutgegensteht, wie oft bei Plat. u. A. neben κακοῦργος u. ἀνελεύθερος, Gorg. 465 b; von einem βάναυσος u. ἀγοραῖος βίος Arist. Pol. 7, 8, 2; ἀγ. διατριβὰς ἤχειν Aesch. 2, 149; τὸ ἀγεννὲς καὶ ταπεινόν Plut. discr. am. et ad. 38; καὶμαλθακός Luc. Tim. 32. Von Schönheit u. Anstand oft Plut., z. B. neben ἄμορφον Lyc. 16; von Thieren, ἀλεκτρυών Plat. Theaet. 164 c; vgl. Men. bei Stob. Floril. 106, 8; κύων ἀγ. καὶ φαῦλος Dem. 26, 22; von Pflanzen, ἄγριον βλάστημα καὶ ἀγεννές Plut. de vit. pud. 2; übrtr. τὰ πλεῖστα τῆς χώρας ἀγεννῆ καὶ φαῦλα Plut. Sol. 22; ξύλον Ant. 38. – Adv. ἀγεννῶς, παίζειν Plat. com. Ath. VIII, 666 d; bes. mit der Negation, anständig, edel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγεννής: -ές, (γέννα) = ἀγενής, ΙΙ. (ὃ ἴδε), ὁ ἐκ ταπεινῆς καταγωγῆς, Ἡρόδ. 1. 134, (ἐν τῷ συγκρ.), Πλάτ. Πρωτ. 319D, κτλ. ΙΙ. ὁ ταπεινὰ ἔχων φρονήματα, χαμερπής, φαῦλος, Ἡρόδ. 5, 6, Ἀριστοφ. Εἰρ. 748, Πλάτ. Πρωτ. 319D, καὶ ἀλλ.· οἱ ἀγεννεῖς ἐν ἀντίθ. πρὸς τά: οἱ γενναιότεροι, οἱ γενναῖοι, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 2, 4. 12, 2· ἐπὶ ἀλεκτρυόνος, Πλάτ. Θεαίτ. 164C, Μένανδ. ἐν «Θεοφορουμένῃ» 2. 13. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σχεδὸν συνών. τῷ βάναυσος, ἀνελεύθερος, «πρόστυχος», Πλάτ. Γοργ. 465Β, 513D, ἀλλ’· οὐδὲν ἀγεννές, Δημ. 563, ἐν τέλ. ἐπίρρ., -ννῶς, Εὐρ. Ι. Α. 1458, Πλάτ. κωμ. ἐν «Διὶ κακουμένῳ», 1. 6. – Παρὰ Πλάτωνι τὰ πολλὰ μετ’ ἀρνητικοῦ, οὐκ ἀγεννῶς, Χαρμ. 1586C, κτλ. ἐν χειρογρ. ἐνίοτε συγχεῖται πρὸς τὸ ἀτενής, Ruhnk Τίμ. 46.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 de basse origine;
2 sans noblesse, insignifiant, vulgaire, bas, vil, méprisable.
Étymologie: ἀ, γέννα.