δόγμα
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
ατος, τό, (δοκέω)
A that which seems to one, opinion or belief, Pl.R.538c; δ. πόλεως κοινόν Id.Lg.644d, etc.; esp. of philosophical doctrines, Epicur.Nat.14.7, 15.28, Str.15.1.59, Ph.1.204, etc.; notion, Pl.Tht.158d, al. 2 decision, judgement, Id.Lg.926d (pl.); public decree, ordinance, And.4.6; τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δ. D.5.19, cf. 18.154; δόγμα ποιήσασθαι, c. inf., X.An.3.3.5; esp. of Roman Senatus-consulta, δ. συγκλήτου Plb.6.13.2, IG12(3).173.22; δ. τῆς βουλῆς D.H.8.87.
German (Pape)
[Seite 651] τό, 1) die Meinung, τῷ τῶν πολλῶν δόγματι καὶ ῥήματι χρώμενοι Plat. Soph. 265 c, u. öfter; περὶ δικαίων καὶ καλῶν Rep. VII, 538 c. Gew. – 2) Beschluß, Verordnung; πόλεως Plat. Legg. I, 644 d; Dem. 18, 154; καὶ νόμιμα 26, 13; δόγμα ποιεῖσθαι, beschließen, Xen. An. 8, 3, 5 u. sonst. Oft Pol. u. Folgde; Lehrsätze der Philosophen; Plut. adv. Col.; D. L. 3, 52.
Greek (Liddell-Scott)
δόγμα: τό, (δοκέω) ὅ,τι φαίνεται εἴς τινα (καλόν), γνώμη, δόξα˙ ἰδίως φιλοσοφικὴ δοξασία, Λατ. placitum, Πλάτ. Πολ. 538C, κτλ. 2) δημοσία γνώμη, ψήφισμα, ἀπόφασις, Ἀνδοκ. 29. 30, Πλάτ. Νόμ. 644D· τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δ. Δημ. 62. 4., 278. 17, κλ.˙ δόγμα ποιεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἀν. 3. 3, 5˙ - ἀλλὰ δὲν κεῖται ἐπὶ ἀποφάσεων τῆς Ἀθήνησιν ἐκκλησίας, αἵτινες ἐκαλοῦντο ψηφίσματα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 opinion;
2 décision, décret, arrêt.
Étymologie: R. Δοκ, cf. δοκέω.