ἐκεῖ

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκεῖ Medium diacritics: ἐκεῖ Low diacritics: εκεί Capitals: ΕΚΕΙ
Transliteration A: ekeî Transliteration B: ekei Transliteration C: ekei Beta Code: e)kei=

English (LSJ)

(not in Hom.), Aeol. κῆ Sapph.51 : Dor. τηνεῖ (q.v.):—Adv.

   A there, in that place, opp. ἐνθάδε, Th.6.83 ; οἱ ἐ. S.El.685, etc.; τἀκεῖ what is or happens there, events there, E.Fr.578.5, Th.1.90 ; redundant, οὗ ἦν ἐ. LXX 1 Ki.9.10.    2 freq. as euphem. for ἐν Ἅιδου, in another world, κἀκεῖ δικάζει τἀμπλακήματα Ζεὺς ἄλλος A.Supp.230, cf. Ch.359 (lyr.), S.Ant.76 ; εὐδαιμονοίτην, ἀλλ'ἐ. E.Med.1073 ; εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ Ar.Ra.82, cf. Pl.Phd.64a, al. ; in full, ἐκεῖ δ' ἐν Ἅιδου E.Hec.418 ; οἱ ἐ. euphem. for the dead, A.Ch.355 (lyr.), S.OT776, Pl.R. 427b, Isoc.14.61.    3 Philos., in the intelligible world, Plot.1.2.7, 2.4.5, etc.    II with Verbs of motion, for ἐκεῖσε, thither, ἐ. πλέομεν Hdt.7.147 ; ἐ. ἀπικέσθαι v.l. in Id.9.108 ; ὁδοῦ τῆς ἐ. S.OC1019 ; οἱ ἐ. καταπεφευγότες Th.3.71, cf. Plb.5.101.10 ; βλέψον δὲ κἀκεῖ Men.Epit.103.    III rarely, of Time, then, S.Ph.395 (lyr.), D.22.38.

German (Pape)

[Seite 758] dort, daselbst, Tragg. u. in Prosa überall, oft mit der Krasis, κἀκεῖ, Aesch. Ch. 703; Soph. Ai. 842; κἀκεῖ κἀνθάδ' ὤν 1351, wie εἴπερ ἐκεῖ καὶ ἐνθάδε Plat. Rep. V, 451 b; Ggstz von ἐνταῦθα, Prot. 323 b; τἀκεῖ κἀνθάδε, Alexis Ath. VIII, 354 d; bes. in der Unterwelt, wie Soph. El. 348 Ant. 76; Eur. öfter; ἐκεῖ ἐν Ἅιδου Hec. 418; Plat. Conv. 192 e; οἱ ἐκεῖ, die Verstorbenen Rep. IV, 427 b, wie εἴ τις ἄρα αἴσθησις τοῖς ἐκεῖ περὶ τῶν ἐνθάδε γινομένων Lycurg. 136. Mit dem Artikel, πᾶσι τοῖς ἐκεῖ Soph. El. 675; τἀκεῖ, das Dortige, das Obige, früher Gesagte, Plat. Phaedr. 250 a u. öfter; auch ἐκεῖ allein, oben, früher in einer Disputation, τὸ ἐκεῖ πέλαγος Tim. 24 c u. ähnl. sonst; ἐκεῖ ἔστι, im Gesetz steht, Is. 6, 47. – Auch bei Verbis der Bewegung, wo man ἐκεῖσε erwartet, wie ὁδοῦ κατάρχειν τῆς ἐκεῖ Soph. O. C. 1023; οἱ ἐκεῖ καταπεφευγότες, eigtl. die dort eine Zuflucht gefunden haben, Thuc. 3, 71; ἐπεὶ δὲ ἐκεῖ τε ἀπίκετο Her. 9, 108; ἡμεῖς ἐκεῖ πλέομεν 7, 147; Sp. – Von der Zeit, damals, Soph. Phil. 394; vgl. Dem. 22, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκεῖ: Δωρ. τηνεὶ Θεόκρ.: ἐπιρρ. ἐκεῖ, εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, Λατ. illic, συχν. παρ’ Ἀττ., ἀντιτίθεται τῷ ἐνθάδε: - οἱ ἐκεῖ Σοφ. Ἠλ. 685, κτλ.· τἀκεῖ, τὰ ἐκεῖ ὄντα ἢ συμβαίνοντα, Εὐρ. Ἀποσπ. 582, Θουκ. 1. 90. 2) παρὰ Τραγ. ὡς εὐφημισμὸς ἀντὶ τοῦ ἐν Ἅιδου, ἐν τῷ ἄλλῳ κόσμῳ, τἀκεῖ δικάζει τἀμπλακήματα Ζεὺς ἄλλος Αἰσχύλ. Ἱκ. 230· πρβλ. Χο. 358, Σοφ. Ἀντ. 76· εὐδαιμονίτην, ἀλλ’ἐκεῖ Εὐρ. Μήδ. 1073· συχν. ἐν Πλάτ. Φαίδωνι πλῆρες· ἐκεῖ δ’ ἐν Ἅιδου Εὐρ. Ἑκ. 418· προσέτι, οἱ ἐκεῖ, κατ’ εὐφημ. οἱ τεθνεῶτες, οἱ νεκροί, Αἰσχύλ. Χο. 355, Σοφ. Ο. Τ. 776, Πλάτ. Πολ. 427Β, Ἰσοκρ. 308Β, κτλ.· πρβλ. ἐκεῖσε. ΙΙ. μετὰ ῥημάτων κινήσεως σημαντικῶν ἀντὶ τοῦ ἐκεῖσε, ἐκεῖ πλέειν Ἡρόδ. 7. 147· ἐκεῖ ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 9. 108· πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1019, Θουκ. 3. 71, κτλ. ΙΙΙ. ὡσαύτως, ἀλλὰ σπανίως ἐπὶ χρόνου = τότε, Σοφ. Φ. 395, Δημ. 605. 10.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec idée de lieu là, là même (avec ou sans mouv.) ; chez les Att. euphém. pour ἐν ᾌδου, dans les enfers;
2 avec idée de temps alors.
Étymologie: DELG particule dém. i.-e. *ke-