ἀκμής
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, also as neut., Paus.6.15.5: (κάμνω):—
A untiring, unwearied, Il.11.802, 15.697, S.Ant.353; πύλαι ἀ. Ὀλύμπου AP9.526 (Alph.):—also in late Prose, D.H.9.14, Paus. l.c., Plu.Cim.13, Onos.22.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὡσαύτως ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: (κάμνω): = ἀκάμας, ὁ μὴ ἀποκάμνων, ἀκαταπόνητος, Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 (ἔνθα κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ, τό)
non fatigué, frais.
Étymologie: ἀ, κάμνω.