ἀνακαλέω
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
poet. ἀγκ-,
A call up or back, esp. of magical invocations: —in Med., call up the dead, A.Pers.621, E.Hel.966; χαλκοῦ πατάγοις τὸ φῶς [τῆς σελήνης] Plu.Aem.17. II call again and again; and so: 1 invoke again and again, appeal to, θεούς Hdt.9.90, E. Ph.608, al.; τὰς ἐπωνυμίας τοῦ θεοῦ ἀνακαλῶν Pl.R.394a; τοὺς προγόνους D.25.<*>7, etc.:—so in Med., τὸν αὑτῆς δαίμον' ἀνακαλουμένη S.Tr. 910; invoke again, κεκλημένους μὲν ἀνακαλούμεθ' αὖ θεούς E.Supp. 626: c. inf., ἀνακαλοῦμαι ξυμμάχους ἐλθεῖν [ἀράς] S.OC1376, cf. E. Tr.469. 2 summon, cite, Hdt.3.127, And.1.45; cite before a court, Lys.15.5:—Med., call to oneself, send for, summon, Hdt.2.121.ά, Arist.Ath.8.2; εἰς τοὺς μυρίους ἀ. X.HG7.4.33. 3 call by a name, Δαναούς Th.1.3; ὀνομαστὶ ἀ. 7.70; ἐξ ὀνόματος ἀ. D.H.8.65; with the Art., ἀνακαλοῦντες τὸν προδότην X.An.6.6.7, cf. Cyr.3.3.4; ἀνακαλοῦντες ταῦτα τὰ ὀνόματα ἑαυτούς Pl.R.471d:—Pass., Ἀργεῖος ἀνακαλούμενος proclaimed an Argive, S.El.693; so prob. τῷ Λημνίῳ τῷδ' ἀνακαλουμένῳ πυρί yon fire famed as Lemnian, Id.Ph.800. 4 call on, call to, esp. for encouragement, ἀλλήλους X.Cyr.7.1.35, etc.: —Med., rally, ὥσπερ πεφευγότας Pl.Phd.89a; εἴ τις κύνας ἐν θήρᾳ -οῖτο X.Cyr.1 6.19; simply, call to, Th.7.73: c. acc. cogn., τίνα στοναχὰν . . ἀγκαλέσωμαι; E.Ph.1490; ἀνακαλεῖς με τίνα βοάν; with what cry dost thou call upon me? Id.HF910. III call back, recall, mostly in Med., αἷμα τίς ἂν πάλιν ἀγκαλέσαιτ' ἐπαείδων A.Ag. 1021, etc.; recall a general from his command, Th.1.131; call back from battle, ἀνακαλεῖσθαι τῇ σάλπιγγι sound a retreat, X.An.4.4.22; call dogs to heel, Pl.R.440d (Pass.). 2 restore to health, Dsc.2.34. 3 in Med., recall, recollect oneself, Hp.Epid.1.26.ά, cf. Gal. 17(1).259; so ἀ. τὸν νόον ἐξ ἀγνοίας Ti.Locr.104c; ἀνάνηφε καὶ ἀνακαλοῦ σεαυτόν M.Ant.6.31: hence, recall, make good, τὰ ἁμαρτήματα Lys.6.49; ἐν ὀλίγῳ πάντα D.C.73.10.
German (Pape)
[Seite 191] (s. καλέω), laut rufen, a) preisen, πῦρ ἀνακαλούμενον, das viel gepriesene, Soph. Phil. 789; Ἀργεῖος, als Sieger ausgerufen, El. 683. – b) benennen, nennen, Ἀχαιοὺς ἐν τοῖς ἔπεσιν ἀνακαλεῖ Thuc. 1, 3 τινὰ ἀδελφόν Plat. Rep. V, 471 d; εὐεργέτην Xen. Cyr. 3, 3, 4; ὀνομαστί, namentlich aufrufen, 2, 2, 28. – c) ermuntern, Xen. Cyr. 1, 4, 22. – Med., zu sich rufen, Aesch. Pers. 613; Thuc. 7, 73; zurückrufen, ἀγκαλέσαιτο Aesch. Ag. 993; πεφευγότας Plat. Phaed. 89 a; τῇ σάλπιγγι Xen. An. 4, 4, 22; Thuc. 1, 131 im act.; wieder gut machen, ungeschehen machen, αἷμα Aesch. Ag. 993, ἁμαρτήματα Lys. 6, 49; – die Götter anrufen, Soph. O. C. 1378 Trach., 906; durch Zuruf ermuntern, κύνας Xen. Cyr. 1, 6, 19; vorfordern, vor Gericht, Hell. 7, 4, 33; oft Pol., ἀνακληθεὶς εἰς Ῥώμην, nach Rom beordert, 20, 11, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακᾰλέω: ποιητ. ἀγκ-: (ἴδε καλέω): ― καλῶ, προσκαλῶ ἐπάνω, ἰδίως τοὺς νεκρούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 621, Εὐρ. Ἑλ. 966, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. ΙΙ. καλῶ ἐπανειλημμένως, ἑπομένως, 1) ἐπικαλοῦμαι ἐπανειλημμένως, ἱκετεύω, τοὺς θεοὺς Ἡρόδ. 9. 90, Εὐρ. Φοίν. 608, καὶ ἀλλ.· τὰς ἐπωνυμίας τοῦ θεοῦ ἀνακαλῶν Πλάτ. Πολ. 394Α· τοὺς προγόνους Δημ. 799. 9, κτλ.: οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, τὸν αὑτῆς δαίμον’ ἀνακαλουμένη Σοφ. Τρ. 910· κεκλημένους μὲν ἀνακαλούμεθ’ αὖ θεοὺς Εὐρ. Ἱκ. 626· μετ’ ἀπαρ. ἀνακαλοῦμαι ξυμμάχους ἐλθεῖν θεοὺς Σοφ. Ο. Κ. 1376: ὡσαύτως, συχνάκις θρηνῶ, Πινδ. Ἀποσπ. 101. 2) προσκαλῶ, καλῶ, Ἡρόδ. 3. 127, Ἀνδοκ. 7. 6: κλητεύω, προσκαλῶ εἰς δικαστήριον, Λυσ. 144. 34: ― Μέσ., καλῶ πρὸς ἐμαυτόν, μεταπέμπομαι, Ἡρόδ. 2. 121. 1, Θουκ. 7. 73· εἰς τοὺς μυρίους ἀν. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 33. 3) ὀνομάζω, ἀποκαλῶ· ἀν. κακοὺς Εὐρ. Τρῳ. 469· Δαναοὺς Θουκ. 1. 3· μετὰ τοῦ ἄρθρου, ἀνακαλοῦντες τὸν προδότην Ξεν. Ἀν. 6. 6. 7, πρβλ. Κύρ. 3. 3, 4· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Πλάτ. Πολ. 471D: ― Παθ., Ἀργεῖος ἀνακαλούμενος Σοφ. Ἠλ. 683· οὕτω πιθαν. τῷ Λημνίῳ τῷδ’ ἀνακαλουμένῳ πυρί, τούτῳ τῷ ὀνομαζομένῳ, τῷ φημιζομένῳ, ὁ αὐτ. Φιλ. 800. 4) παρακελεύομαι, ἐπιθαρρύνω, ἀναβοῶν, ἀλλήλους Ξεν. Κύρ. 7. 1, 35, κτλ.· τοὺς τριηράρχους ὀνομαστὶ ἀν. Θουκ. 7. 70· καὶ ἐν τῷ μέσῳ, αὐτόθι 73· ἀνακαλεῖσθαι τὰς κύνας, παρορμᾶν, ἐξερεθίζειν, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 19: ― μετ’ αἰτ. συστοίχου, τίνα στοναχάν .. ἀνακαλέσωμαι; Εὐρ. Φοίν. 1499· ἀνακαλεῖς με τίνα βοάν; διὰ τίνος κραυγῆς μὲ φωνάζεις; ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 910. ΙΙΙ. ἀνακαλῶ, ἐπανακαλῶ, ἐπαναφέρω, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, πρὸ πάντων κατὰ μέσ. φωνήν, αἷμα τίς ἂν πάλιν ἀγκαλέσαιτ’ ἐπαείδων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1021, κτλ.: ἰδίως, ἀνακαλῶ, ἐκ τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Φαίδ. 89Λ: ἀνακαλῶ στρατηγὸν ἐκ τῆς στρατηγίας του, Θουκ. 1. 131: καλῶ τοὺς μαχομένους νὰ ὑποστρέψωσιν, ἀνακαλεῖσθαι τῇ σάλπιγγι, σημαίνειν ὑποχώρησιν, receptui canere Ξεν. Ἀν. 4. 4, 22· καλῶ τοὺς κύνας νὰ ἐπανέλθωσι, Πλάτ. Πολ. 440D, ἐν τῷ παθ. 2) κατὰ μέσ. ἀνακαλῶ ἐμαυτόν, συνέρχομαι, Ἱππ. περὶ Ἐπιδημ. 1. 966· ἔνθα ἴδε Γαλην.· οὕτως ἀν. τὸν νόον ἐξ ἀγνοίας Τίμ. Λοκρ. 104C.: ― ἐντεῦθεν ἀνακαλῶ, τ. ἔ. διορθώνω, ἐπανορθῶ, τὰ ἁμαρτήματα Λυσ. 107. 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀνακαλέσω;
I. (ἀνά, en haut) appeler à haute voix, d’où
1 invoquer, acc.;
2 citer en justice, acc.;
3 proclamer, acc.;
4 rendre fameux ; Pass. être renommé;
5 interpeller, exhorter, encourager, acc.;
6 appeler par son nom, appeler d’un nom, nommer : Δαναούς THC (on les appelait) Danaens ; ἀν. τὸν προδότην XÉN appeler (qqn) traître;
II. (ἀνά, en arrière) rappeler, acc.;
Moy. ἀνακαλέομαι-οῦμαι;
1 invoquer pour soi ; particul. appeler à son secours;
2 appeler à soi, mander ; particul. citer à comparaître;
3 interpeller, exhorter;
4 rappeler à soi : ἀν. σάλπιγγι rappeler (des soldats) avec la trompette, sonner la retraite ; rappeler un général de son commandement, rappeler des exilés ; fig. rappeler (dans le droit chemin, à un sentiment juste des choses, etc.);
5 évoquer des morts;
6 rappeler, ramener, ranimer (la santé, l’appétit, le courage, etc.);
7 rappeler à soi (ce qu’on a dit), revenir sur (ce qu’on a dit), rétracter.
Étymologie: ἀνά, καλέω.