ἀντωμοσία

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωμοσία Medium diacritics: ἀντωμοσία Low diacritics: αντωμοσία Capitals: ΑΝΤΩΜΟΣΙΑ
Transliteration A: antōmosía Transliteration B: antōmosia Transliteration C: antomosia Beta Code: a)ntwmosi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἀντόμνυμι)

   A oath or affidavit made by the prosecutor, Pl.Ap.19b, Lys.23.13; also, by the defendant, Is.3.6, cf. Harp. s. v., Poll.8.55.

German (Pape)

[Seite 265] (ἀντόμνυμι), ἡ, eigtl. der Gegeneid, d. i. der Eid des Klägers, daß er keine Verleumdungen vorbringe, und des Verklagten, daß er unschuldig sei, Harpocr. ἐπειδᾷ ἀντώμνυον οἱ διώκοντες καὶ οἱ φεύγοντες, οἱ μὲν ἀληθῆ κατηγορήσειν, οἱ δὲ ἀληθῆ ἀπολογήσεσθαι; etwas anders Schol. Ar. Vesp. 544. Auch die Anklageschrift, nach VLL. γραφὴ κατά τινος ἔνορκος περὶ ὧν ἠδικῆσθαί φησι. So Plat. Apol. 19 b; vgl. Ar. Vesp. 544. 1041.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωμοσία: ἡ, (ἀντόμνυμι) ἔνορκος διαβεβαίωσις ἐγγράφως γινομένη κατὰ τὴν ἔναρξιν τῆς ἀνακρίσεως, ὑπὸ μὲν τοῦ κατηγόρου διδόντος περίληψιν τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ ἐναγομένου, ἃς ἀνελάμβανε νὰ ἀποδείξῃ, ὑπὸ δὲ τοῦ κατηγορουμένου βεβαιοῦντος ὅτι ἐν τῇ ἀπολογίᾳ αὑτοῦ θὰ ἔλεγε τὴν ἀλήθειαν: - «ἀντωμοσία: γράμματά τινα γράψαντες ἀποφέρουσι πρὸς τὴν ἀρχὴν οἵ τε κατηγοροῦντες καὶ οἱ κατηγορούμενοι, περὶ ὧν ἂν ἡ δίκη· καλεῖται δὲ οὕτως ἐπειδὴ ἀντώμνυον οἱ διώκοντες καὶ οἱ φεύγοντες, οἱ μὲν ἀληθῆ κατηγορήσειν, οἱ δὲ ἀληθῆ ἀπολογήσεσθαι» Ἁρποκρ. ἐν λ.: - Ὁ Πολυδ. Η΄, 55, λέγει «προωμοσία μὲν ὅρκος ὃν ὁ κατηγορούμενος προομνύει, ἦ μὴν ἀληθῆ κατηγορεῖν, ἀντωμοσία δὲ ὅρκος ὃν ὁ κατηγορούμενος ἀντομνύει, ἦ μὴν μὴ ἀδικεῖν. Ἀλλ’ ἡ λέξις προωμοσία δὲν ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς συγγραφεῦσιν· ἡ δὲ διωμοσία (ἴδε τὴν λέξιν) φαίνεται ὅτι ἦτο ἴδιον εἶδος ἀντωμοσίας, «διωμοσία δὲ ὁ παρ’ ἑκατέρου ὅρκος» (αὐτόθι): - Παραδείγματα ἀντωμοσίας κατηγόρου εὕρηνται ἐν Πλάτ. Ἀπολ. 19Β, Σωκράτης ἀδικεῖ, κτλ., 24Β, Σωκράτη φησίν ἀδικεῖν, κτλ., Λυσ. 167. 38, Ἰσαῖ. 50. 16, κ. ἑξ. πρβλ. 75. 31· τοῦ δὲ κατηγορουμένου παρὰ τῷ αὐτ. 38. 28, πρβλ. δὲ καὶ Ἀντιφῶντα 112. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
serment réciproque des parties au début du procès.
Étymologie: ἀντί, ὄμνυμι.