ἀφαιρετός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
όν,
A to be taken away, separable, Pl.Plt.303e, Arr.Epict.3.24.3. 2 deducted, PRev.Laws55.1 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 406] ή, όν, wegzunehmen, trennbar, Plat. Polit. 303 e; – ἀφαίρετος, ον, weggenommen, Paus. b. Lob. Paralip. 479.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαιρετός: -όν, ὅν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 303Ε ΙΙ. προπαροξ..., ἀφαίρετος, ὁ ἀφαιρεθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2. 4, 3· (περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 479: - ἀλλ’ ὑπάρχει ἀμφιβολία).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qu’on peut enlever ou séparer.
Étymologie: ἀφαιρέω.