ἀποστυγέω
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
aor. 1
A -εστύγησα S.OC692(lyr.),-έστυξα Opp.H.4.370: aor. 2 ἀπέστῠγον Call.Aet.1.1.11, Del.223, Nic.Al.406, Parth. 36.2: pf. with pres. sense, -εστύγηκα Hdt.2.47:—hate violently, abhor, Hdt.l.c., S.OC186,692, E.Ion488 (lyr. in S. and E.); ἀ. ὕδωρ (in comparison with wine) Melanipp.4; ἄμυστιν Call.Aet.l.c.: c. inf., ἀ. γαμβρὸν ἄν οἱ γενέσθαι Ἱπποκλείδεα Hdt.6.129.
German (Pape)
[Seite 328] (s. στυγέω), bitter hassen, verabscheuen, mit folgdm acc. c. inf., Her. 6, 129; ἀπεστύγηκα mit Präsens-Bedeutung 2, 47; ἀπεστύγησάν τινα Soph. O. C. 698; öfter Sp.; ἀποστύξασα μόχθους Ep. ad. 116 (VI, 48); vgl. Opp. H. 4, 370; ἀπέστυγεν Nic. Alc. 406; Plut. verbindet es mit dem gen., ἀποστυγήσας τῆς ἐπιχειρήσεως, vor einer solchen That zurückbebend, sie verabscheuend, Pyrrh. 21; auch Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστῠγέω: μέλλ. -στύξω: ἀόρ. α΄ -εστύγησα Σοφ. Ο. Κ. 692· ὡσαύτως -έστυξα Ὀππ. Ἁλ. 4. 370: ἀόρ. β΄ ἀπέστῠγον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 223: πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ. -εστύγηκα Ἡρόδ. 2. 47: μισῶ σφοδρῶς, ἀποστρέφομαι, βδελύττομαι εἰς ἄκρον, Ἡρόδ. 2. 47, Σοφ. Ο. Κ. 186, 692, Εὐρ. Ἴων 488· πάντες δ’ ἀπεστύγεον ὕδωρ (ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν οἶνον) Μελανιππίδης 4: μετ’ ἀπαρ., ἀπ. γαμβρὸν οἱ γενέσθαι Ἱπποκλείδην Ἡρόδ. 6. 129.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπεστύγησα, pf. ἀπεστύγηκα;
s’éloigner avec horreur de, repousser avec horreur, abhorrer, acc..
Étymologie: ἀπό, στυγέω.
Spanish (DGE)
(ἀποστῠγέω)
• Morfología: [aor. ind. ἀπέστυξα Opp.H.4.370, rad. tem. ἀπέστυγον Call.Del.223, Nic.Al.406, Parth.36.1]
odiar fuertemente, aborrecer, detestar c. ac. τοὺς ὗς Hdt.2.47, ὅ τι ... ἄφιλον S.OC 186, νιν S.OC 692, τὸν ἄπαιδα ... βίον E.Io 488, ὕδωρ (en comparación con el vino) Melanipp.4.1, μιν Call.l.c., ἄμυστιν Call.Fr.178.11, ἄγριον ἠχήν anón. hex. en POxy.3537re.25, cf. A.R.1.804, Parth.l.c., Nic.l.c., Opp.l.c., Nonn.D.42.258, AP 6.48, c. inf. ἀποστυγέων γαμβρὸν ἄν οἱ ... γενέσθαι Ἱπποκλείδεα Hdt.6.129.